Η Ιστορία της Νίκαιας. Η Κοκκινιά μας!

100x100-dimos_transΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ ΤΟΥ 1923 ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ 

ΣΥΓΓΡΑΦΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΕΙΡΗΝΗ ΡΗΝΙΩΤΗ

Οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς

    Ο διωγμός του 1922 είναι ένα  μακρύ μεταναστευτικό οδοιπορικό, ίσως ένα από τα μεγαλύτερα της ιστορίας, καθώς η αναγκαστική μετακίνηση δυο εκατομμυρίων προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου δημιούργησε τεράστια ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία με την ωστική δύναμή τους χάραξαν -σε κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο- τις αιγαιακές ιστορικές εξελίξεις.[1]
    Το Ελληνικό κράτος -για ν’ αντιμετωπίσει την άφιξη 1.500.000 προσφύγων- δημιούργησε σ’ όλη την ελληνική επικράτεια πλήθος συνοικισμών στις παρυφές των δομημένων πόλεων ή και εκτός των συνόρων αυτών.
    Οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι κι οι πρόσφυγες της λοιπής  Ανατολής είναι οι κάτοικοι  της  Νέας Κοκκινιάς, του προσφυγικού συνοικισμού που αναπτύχθηκε στην Αττική γη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και -ως πόλη- μετονομάστηκε, κατόπι,  σε Νίκαια Αττικής. Η ιδιοτυπία της Νέας Κοκκινιάς συνίσταται στο γεγονός της συγκατοίκησης ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Ανατολής, διαθέτουν ξεχωριστή νοοτροπία, ποικίλες ασχολίες κι ως συνδετικό κρίκο έχουν την ελληνική καταγωγή, την ελληνική γλώσσα και την Ορθόδοξη Πίστη.[2]
[1] Bourne J. Bruscino S. κ.ά, 1922. Ο μεγάλος ξεριζωμός. Η μεγαλύτερη μετακίνηση
πληθυσμών στην ιστορία
, Νational Geographic 1925, σ. 40.
[2] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια 2003, σ. 9.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Θεμέλιος λίθος

    Ο θεμέλιος λίθος του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Κοκκινιάς τέθηκε στις 18 Ιουνίου 1923.  Εκεί  στεγάστηκαν  6.390 οικογένειες σε  4.484 παραπήγματα, ενώ   μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες. Παράλληλα, σχεδιάστηκαν οι δρόμοι, που έλαβαν τις ονομασίες τους απ’ τις πόλεις της Ανατολής με αλφαβητική σειρά, μετά από πρόταση του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή (π.χ. οδός Αγκύρας, Αϊδινίου, Αδάνων, Ατταλείας, Βοσπόρου, Γρανικού, Επταλόφου, Εφέσου, Ικονίου, Κορδελιού, Μ. Ασίας, Μουδανιών, Σμύρνης,  κ.ά.). [1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 7.

Πληθυσμός

    Η  επίσημη απογραφή στις 15-5-1928 αναφέρει ότι στο συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς διαβιούσαν 33.332 ψυχές. Το 1936 ο πληθυσμός ανερχόταν στους 53.200 κατοίκους, δίνοντας  στην πόλη  την πέμπτη θέση στην ελληνική επικράτεια. Η εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ  έγραφε την Κυριακή 9-10-1938 ότι ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς αποτελούσε την τρίτη πόλη της Αττικής μετά την Αθήνα και τον Πειραιά.  Η ίδια εφημερίδα στις 25-2-1939 σημειώνει πως ο πληθυσμός της Κοκκινιάς ανέρχεται στους 75.000 κατοίκους, ενώ το 1940 αγγίζει τις 80.000.[1]
    Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το ανθρώπινο δυναμικό της Νίκαιας αριθμεί 93.086 κατοίκους. Η πληθυσμιακή αύξηση που παρατηρείται με το πέρας του χρόνου είναι   φυσική   κι   αναμενόμενη   εξαιτίας:   α)  της   εγκατάστασης   πλήθους   νέων -εσωτερικών κι εξωτερικών- μεταναστών, β) της συνένωσης των Δήμων, οπότε το 2011 ο Δήμος  Νίκαιας ενώνεται με το Δήμο Αγ. Ιωάννη  Ρέντη  υπό την κοινή ονομασία Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη.
    Ο συνοικισμός των προσφύγων της Κοκκινιάς, η μετέπειτα Νίκαια και ως εκ τούτου ο ενιαίος σήμερα Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη, μπορεί να θεωρηθεί ο μεγαλύτερος προσφυγικός Δήμος της Αττικής κι ο δεύτερος μεγάλος προσφυγογενής Δήμος -μετά τη Θεσσαλονίκη- στην Ελλάδα.[2]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 6-7, 11-12, 57.
[2] Στο ίδιο, σ. 6.

Ονομασία

    Υπάρχουν τρεις εκδοχές σχετικά με την ονομασία και την προέλευση του ονόματος Κοκκινιά. Η πρώτη εκδοχή, ότι η πόλη πήρε την ονομασία της από το μηχανικό που έχτισε την Κοκκινιά -τον Δημήτρη Κόκκινο- δεν είναι ευσταθής, γιατί η περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς προϋπήρχε. Η δεύτερη εκδοχή, ότι η Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της λόγω της ύπαρξης κοκκινοχώματος  είναι,  επίσης, αβάσιμη, γιατί το κόκκινο χώμα προερχόταν από το εργοστάσιο κεραμοποιίας του Δηλαβέρη, που το προμηθευόταν απ’ τη Χαλκίδα και το Μπογιάτι.
    Η επικρατέστερη άποψη είναι πως η Παλαιά Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της απ’ την προγενέστερη ονομασία της περιοχής  “Κοκκινάδα”. Η Κοκκινάδα ήταν κατάφυτη από παπαρούνες, γεγονός που το μαρτυρούν όσοι ευτύχησαν να τη δουν κατακόκκινη κι έπαιξαν -ως παιδιά- με το πορφυρό άνθος της παπαρούνας, το οποίο χτυπώντας το με το χέρι  έσκαγε κυριολεκτικά στην παλάμη τους.[1]
[1] Μιχαηλίδης Σίμος, Η Γέννηση της Κοκκινιάς, Πειραιάς 1993, σ. 20.

Οικίες

    Τα οικήματα του συνοικισμού της Κοκκινιάς ήταν -ως επί το πλείστον- ισόγειες κατασκευές  αποτελούμενες από ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα, ένα κοινό χώρο υγιεινής. Κάθε οικογένεια, ανεξαρτήτως μελών, διαβίωνε σε 36 τ.μ.. Υπήρχαν κι άλλες αρχιτεκτονικές μορφές όπως:  τα  διώροφα συγκροτήματα που δημιουργούν τετράγωνα εντός των οποίων υπάρχει ένα ανοικτό αίθριο για κοινόχρηστους χώρους (π.χ. πλυντήρια) ή οι διώροφες κατοικίες -με τις ίδιες αναλογίες- που στέγαζαν δυο οικογένειες. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα “Γερμανικά” στη βόρεια πλευρά του συνοικισμού: οι γερμανικές παράγκες που έστειλαν οι Γερμανοί ως αποζημίωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες στεγάζουν -μέχρι σήμερα- πρόσφυγες που δεν μπόρεσαν ν’ αποκατασταθούν μ’ άλλον τρόπο. Η αυτοστέγαση των προσφύγων ήταν ένας ακόμη τρόπος κατοίκισης. Ευτελείς και πρόχειρες κατασκευές στήνονταν σε προσφυγικά οικόπεδα, τα οποία αγόρασαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες ή τους παραχωρήθηκαν απ’ το κράτος. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των τύπων κατοικιών, εκτός των ιδιωτικών, ήταν η ομοιομορφία που έδινε την εικόνα της αναγκαστικής κι επιβεβλημένης εξομοίωσης των κατοίκων.[1]
    Το εσωτερικό των σπιτιών εντυπωσίαζε με την καθαριότητα και την τάξη που επικρατούσε σ’ αυτό, αν και τα περιορισμένα δωμάτια ασφυκτιούσαν από τα χρηστικά αντικείμενα, τ’ απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση των ενοίκων. Ο μπουφές με τα γυαλικά, η τραπεζαρία, η γωνιά των ρούχων κι οι συμπληρωματικές ντιβανοκασέλες ήταν τα συνήθη υπάρχοντα είδη των σπιτιών, ενώ αν δεν διέθεταν περισσευούμενο δωμάτιο μπορούσε κανείς στον ίδιο χώρο να συναντήσει τη ντουλάπα, το ψυγείο, ακόμη και το διπλό κρεβάτι του ζευγαριού.[2]
    Οι ασβεστωμένοι τοίχοι και τα κατάλευκα ρείθρα των πεζοδρομίων, οι περιποιημένοι φανοστάτες, οι χειροποίητες κουρτίνες στα παράθυρα,  οι βασιλικοί και τα γεράνια στα σκαλοπάτια, τις ταράτσες, τις αυλές ομόρφαιναν την προσφυγική συνοικία, έδιναν μια χαρμόσυνη νότα ζωής στη φτωχική γειτονιά που μοσχοβολούσε νοικοκυροσύνη και πάστρα.[3] Τα κεντήματα με τα ζωηρά χρώματα στόλιζαν το εσωτερικό των σπιτιών, ενώ σε μια εταζέρα βρίσκονταν τα εικονίσματα, τα ιερά κειμήλια των προσφύγων κι άλλα αγαπημένα αντικείμενα τα οποία εξέθεταν σε καθημερινή θέα, όπως φωτογραφίες της οικογένειας, στεφανοθήκες, μπακίρια, μεταξωτά χάλια τοίχου, το παραδοσιακό χαλί υποδοχής της εισόδου, διάφορα πολύτιμα μικροπράγματα που έδιναν μιαν αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας στο προσφυγικό καταφύγιο μετά τον κατακλυσμό.[4]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 8.
[2] Hirschon R., Heirs of the Greek Catastrophe. The Social Life of Asia Minor Refugees
in Piraeus, 
εκδ.οικ. Berghahn Books, N.Y. & Oxford,  1989/1988, σ. 134.
[3] Στο ίδιο, σ. 67 και Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, ό. π., σ. 21.
[4] Μιχελή Λ., Προσφύγων Βίος και Πολιτισμός, εκδ. Δρώμενα, Αθήνα 1992, σ. 235-236.

Συνθήκες διαβίωσης

    Η απουσία έργων υποδομής, η έλλειψη αποχετευτικού δικτύου, η ανυπαρξία ηλεκτρικού ρεύματος, η λειψυδρία, τα κοινόχρηστα αρχικά αποχωρητήρια, η στενότητα των χώρων διαβίωσης, η σκόνη κι η λάσπη των δρόμων, η ανέχεια διαφοροποιούσαν κατά πολύ τη ζωή των προσφύγων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βιαίως κι ακουσίως τη γενέθλια γη, με όλα τα καλά που τους παρείχε: ασφάλεια, άνεση, κατοικία, κοινωνικό περίγυρο, εργασία. Τον πρώτο καιρό οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς βίωσαν τη φτώχεια, την αρρώστια, την πείνα. Οι επιδημίες θέριζαν τις παράγκες, ενώ τα συσσίτια κράταγαν μόλις και μετά βίας τους ανθρώπους στη ζωή.[1]
    Η λειψυδρία θεωρείτο το μέγιστο των προβλημάτων. Το δίκτυο του νερού έφτασε στην Κοκκινιά το 1936, ενώ μέχρι τότε ο συνοικισμός βολευόταν μ’ ένα αυτοσχέδιο πηγάδι που είχαν σκάψει οι κάτοικοι και με το νερό που προμηθευόταν από τους νερουλάδες του Πόρου. Η έλλειψη υγειονομικής φροντίδας στα δημόσια ουρητήρια και τα στάσιμα νερά εξόντωναν βιολογικά τους κατοίκους της πόλης, που υπέφεραν από τη φυματίωση, τη μάστιγα του ελληνικού μεσοπολέμου.
    Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εκτυλίσσεται κι επιτυγχάνεται η ανασύσταση της κοινωνικής ζωής, η οποία στηρίζεται βασικά στην επιχειρηματικότητα των προσφύγων και στον ανυποχώρητα μάχιμο χαρακτήρα τους. Με νύχια και με δόντια πάλεψαν οι πρόσφυγες -σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο- για να επιβιώσουν, ενώ  με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσαν να εξευγενίσουν τη ζωή της ξενιτιάς, δίνοντας πνοή, χρώμα, γεύση και νόημα στον τόπο που ήταν γραφτό να γίνει η νέα τους πατρίδα.[2]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 9.
[2] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 25.

Η ανασύσταση της ζωής στην προπολεμική Νίκαια

    Η αναδιοργάνωση της ζωής στον προσφυγικό συνοικισμό συνδυάζει την απόλυτη φτώχεια του παρόντος με τον πολιτισμικό εξοπλισμό του παρελθόντος, αυτόν που κουβάλησαν οι πρόσφυγες απ΄ τις ιδιαίτερες πατρίδες τους.  Έτσι, η ζωή στην Κοκκινιά χαρακτηρίζεται από το ήθος,  τους ιδιαίτερους επικοινωνιακούς τρόπους, την κοινωνικότητα, την εξωστρέφεια, την επινοητικότητα, την κουλτούρα, την επιχειρηματικότητα, την εξοικείωση με τη ζωή της σύγχρονης πόλης, τον αναβαθμισμένο ρόλο και τη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική ζωή. Η Κοκκινιά συνιστά ένα παράδειγμα γρήγορης υλοποίησης αυτών των πολιτισμικών αποταμιευμάτων, γιατί από νωρίς η πληθυσμιακή πυκνότητα των κατοίκων δημιούργησε  την υλική βάση για την πλοκή των αστικών σχέσεων.
    Η επιχειρηματικότητα των προσφύγων εκδηλώνεται με πλήθος επιχειρηματικών δράσεων. Κορυφαία ενασχόλησή τους είναι η ταπητουργία. Η αγορά αποτελεί, επίσης, έναν κόμβο ανταλλαγών όπου αποδεικνύονται εμπράκτως  η γνώση, η ευρυμάθεια και το πολύπλευρο ταλέντο των προσφύγων, οι οποίοι εργάζονται συστηματικά την ημέρα και διασκεδάζουν το βράδυ, εκτονώνοντας -μέσω διαφόρων μορφών τέχνης- τον καθημερινό μόχθο και κάματο. [1]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π.,  σ. 24-29.

Πολιτισμική ταυτότητα

    Η κυρίαρχη αίσθηση της ξεχωριστής ταυτότητας των προσφύγων είχε μια έντονη πολιτισμική διάσταση και στηριζόταν κυρίως στις μνήμες, τις οποίες διατηρούσαν ζωντανές και προσπαθούσαν να τις ενσωματώσουν οι πρόσφυγες στο νέο τρόπο ζωής τους. Η μνήμη λειτουργεί ως μέσο πολιτισμικής επιβίωσης. Η αναφορά στον τόπο καταγωγής, η αφοσίωση στα τοπικά χαρακτηριστικά, η συνάρτηση της τοπικής και της θρησκευτικής ταυτότητας είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα της Κοκκινιάς, η οποία με την άφιξη των προσφύγων “μυρίζει” Ανατολή. Είναι γεγονός ότι απ’  όλες τις συνοικίες, η Κοκκινιά παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση σε θεάματα και νυχτερινή ζωή.

Η πολυπληθής προσφυγούπολη -με τους λασπωμένους χωματόδρομους, το συνωστισμό των πλινθόκτιστων σπιτιών, την έλλειψη νερού, την ανυπαρξία αποχετευτικού δικτύου, την καθημερινή μάχη για το μεροκάματο- δεν έπαψε να γελά και να διασκεδάζει, γιατί μόνον έτσι ήξερε να ζει. Όσο περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες τόσο περισσότερο επιζητούσαν την εκτόνωση σαν γιατρικό στις αντιξοότητες της ζωής. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τίποτε δεν έλειπε απ’ τον προσφυγικό συνοικισμό. Οι πρόσφυγες είχαν μάθει να τα έχουν όλα και διεκδικούσαν τα πάντα. Έτσι, έφτιαξαν εκ του μηδενός τα σπίτια τους, έχτισαν εξαρχής τις εκκλησιές τους, δημιούργησαν τους ζωτικούς πυρήνες της πόλης, όπου δέσποζαν τα χαρακτηριστικά της πατρίδας τους: η μουσική, το τραγούδι, το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο αθλητισμός.[1]

[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 8-13.

Μουσική – Τραγούδι

    Πρωταρχική θέση στην προσφυγική Κοκκινιά κατείχε η μουσική, αφού η έφεση των Σμυρνιών  στο τραγούδι  είναι γνωστή.  Η Σμυρνιά Αγγέλα Παπάζογλου,  η οποία μετά την Καταστροφή έζησε μέχρι το θάνατό της στην Κοκκινιά, λέει πως: «…στη Σμύρνη παίζαμε από ρεμπέτικα μέχρι όλα τα ευρωπαϊκά, όλες τσι οπερέττες. Δημοτικά, κλέφτικα, κρητικά, καλαματιανά, φυσούνια, θρακιώτικα, γιαννιώτικα, κοντσέρτα με καβαλλαρίες, με βαλς, με χορούς του Μπραμς, με σερενάτες… Όλα τα παίζαμε. Κι από όπερες κάτι μέρη… Κι εβραϊκό κι αρμένικο κι αράπικο. Ήμαστε κοσμοπολίτες εμείς… Αγαπούσαμε όλον τον κόσμο και μας αγαπούσανε… Δεν είχε συμφέροντα κανείς στο τραγούδι. Τραγουδούσες, χόρευες, ήσουνα λεύτερος, να κάνεις ό,τι θέλει η καρδιά σου κι η σειρά σου».[1]
    Αυτόν τον κοσμοπολιτισμό -στη σκέψη και στο τραγούδι- τον έφεραν εδώ οι πρόσφυγες, τον έσπειραν στην Κοκκινιά, όπου και ρίζωσε μ’ ένα σωρό μουσικά σωματεία που ιδρύθηκαν στην πόλη. Το πρώτο σωματείο ήταν ο μουσικοαθλητικός σύλλογος “Αχιλλέας”, που ιδρύθηκε από μέλη του ομώνυμου σωματείου της Κωνσταντινούπολης, που ήρθαν στην Κοκκινιά μεταφέροντας μαζί τους και κάποια απ’ τα μουσικά όργανα της Πόλης. Προεξάρχοντας των σωματείων ήταν ο “Αρίωνας”, η φιλαρμονική του οποίου αριθμούσε είκοσι οχτώ μέλη, τα οποία τις Κυριακές ψυχαγωγούσαν τους περιπατητές της πλατείας του Αγίου Νικολάου παίζοντας σε μια ξύλινη εξέδρα. Ξακουστή ήταν κι η Μαντολινάτα της Κοκκινιάς, όπου πάνω από τριάντα νέοι και νέες έδιναν με τις κιθάρες και τα μαντολίνα τους συναυλίες -εντός κι εκτός πόλης- ακόμη και στο θέατρο “Ολύμπια” στην Αθήνα.[2]
[1] Γιώργης Παπάζογλου, Αγγέλα Παπάζογλου,
Πρόγραμμα θεατρικής Παράστασης 1999, σ. 12.
[2] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 33.

Θέατρο

    Το θέατρο -το τόσο αναπτυγμένο στη Σμύρνη- έγινε στην Κοκκινιά αναπόσπαστο μέρος της προσφυγικής κοινωνίας. Η πρώτη θεατρική δράση εμφανίζεται το 1924, μόλις ένα χρόνο μετά την εγκατάσταση των προσφύγων.  Σε μια ξύλινη παράγκα παρουσιάζονται από Τουρκόφωνους κι Αρμένιους θεατρίνους: ανατολίτικοι χοροί, παντομίμα κι άλλα συναφή θεάματα. Στην παράγκα αυτή, ο Μέρτικας, που στη Σμύρνη είχε συνεργαστεί μ’ όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, συγκρότησε   θίασο      κι     έφτιαξε το δικό του θέατρο,   το “Κεντρικόν”, ένα κυκλικό ξύλινο παράπηγμα -περίπου 400 θέσεων- το οποίο διέθετε θεωρείο.
    To 1939 ο  Μέρτικας άνοιξε    το ιστορικό θέατρο “Σμύρνη” στην Κοκκινιά, σε ανάμνηση του ομώνυμου θεάτρου στην πατρίδα του.  Εκεί, παρουσιάστηκαν πολλά έργα της εποχής, τα οποία διαφημίζονταν την ημέρα της παράστασης από το γραφικό ντελάλη με την κουδούνα στο χέρι. Το θέατρο “Σμύρνη” της Κοκκινιάς, όντας γνωστό στο Αθηναϊκό θεατρόφιλο κοινό, φιλοξένησε διάφορες θεατρικές προσωπικότητες της εποχής  (Κυβέλη,  Γ. Γληνό, αδερφές Καλουτά, Ν. Πλατή κ.ά.).
    Πλήθος ερασιτεχνικές παραστάσεις απ’ τους  νέους της Κοκκινιάς μαρτυρούν το πάθος και το μεράκι τους για το θέατρο. Η Ένωση Ποντίων Κοκκινιάς κι η Χ.Α.Ν.έδωσαν ιδιαίτερα δείγματα  αξιόλογων θεατρικών παραστάσεων. Από τη γενιά αυτή ξεπήδησαν και ταλαντούχοι ηθοποιοί που διακρίθηκαν στον επαγγελματικό χώρο (Αθην. Προύσαλης, Αφρ. Γρηγοριάδου κ.ά.). [1]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 36-37.

Κινηματογράφος

    Ο κινηματογράφος ήταν ένας άλλος σημαντικός πόλος έλξης του κοκκινιώτικου κοινού, τόσο που η πόλη γέμισε “σινεμά”, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να επιλέξει ανάμεσα: στην περιπέτεια, την αγωνία ή τον ερωτισμό, που προβάλλονταν στη μεγάλη οθόνη. Η οδός Κονδύλη απαριθμούσε έξι κινηματογράφους: τον Απόλλωνα,τον Έσπερο, το Κεντρικό, τον Ορφέα, το Αλκαζάρ, το Κρυστάλ (αργότερα Παλλάς), ενώ στην οδό Π. Τσαλδάρη συναντούσες τον κινηματογράφο Εκλαίρ και τον Ήλιο(μετέπειτα Απόλλων).  Επί της οδού Π. Ράλλη λειτουργούσε η παραδοσιακή θερινήΓρανάδα πνιγμένη στους κισσούς, τα γιασεμιά και τ’ αγιόκλημα. Ο κινηματογράφος ήταν για την Κοκκινιά ένας φανταστικός κόσμος εκτόνωσης και ψυχαγωγίας, που προσέφερε μιαν αίσθηση ελευθερίας από τα καθημερινά επιβεβλημένα δεσμά. [1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π.,  σ. 31-32.

Αθλητισμός

    Οι  πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν οργανωμένο αθλητισμό (στίβο, ποδόσφαιρο, αθλητικούς ομίλους, λέσχες, γήπεδα, γυμναστήρια), τον οποίο αναδημιούργησαν  στον προσφυγικό  συνοικισμό  της  Κοκκινιάς  ανασυγκροτώντας  τις αθλητικές τους δυνάμεις.
    Ο αθλητισμός  -ιδιαιτέρως το ποδόσφαιρο- παίρνει μαζικές διαστάσεις στην Κοκκινιά. Από  νωρίς εμφανίζονται πολλοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Σημαντικότεροι είναι: η ΑΜΥΝΑ, που ιδρύθηκε το 1924 στην Παλιά Κοκκινιά και στελεχώθηκε από το έμψυχο δυναμικό της Παλιάς και της Νέας Κοκκινιάς, ενώ ακολούθησαν πλήθος άλλοι: η ΙΩΝΙΑ κι η ΒΙΘΥΝΙΑ, οι οποίες το 1927  συγχωνεύτηκαν στην επωνυμίαΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΕΦΗΒΟΣ, ο ΑΡΗΣ (ο μετέπειτα ΙΩΝΙΚΟΣ μετά τη συγχώνευσή του το 1965 με τον ΑΕΝ), ο ΠΑΜΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣ που εμφανίστηκε το 1928, ο ΗΡΑΚΛΗΣ το 1929 κ.ά.. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αλάνες ήταν τα πρώτα προσφυγικά γήπεδα, τα οποία μορφοποιήθηκαν κατόπι σε κατάλληλους αγωνιστικούς ποδοσφαιρικούς χώρους.
    Η ΑΜΥΝΑ, η ΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΑΡΗΣ ήταν οι σύλλογοι που διέπρεψαν αρχικά σε τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια κατόρθωσαν να γίνουν αναγνωρισμένα σωματεία λαμβάνοντας μέρος στο πρωτάθλημα της  Γ΄  Κατηγορίας Πειραιώς  και σ’ ανώτερες κατηγορίες κατόπι. Με τους εν λόγω συλλόγους ασχολήθηκαν σε διοικητικό επίπεδο σημαντικοί τοπικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα να γίνουν τ’ αθλητικά αυτά σωματεία κόμβοι της κοινωνικής ζωής της πόλης. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους διοργάνωναν χορούς και πραγματοποιούσαν εκδρομές ανά την Ελλάδα. Έτσι, ο αθλητισμός κι η φυσιολατρία συμπορεύτηκαν κι εντάχθηκαν στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων της Κοκκινιάς, ανασυγκροτώντας κι αναβαθμίζοντας τη ζωή των κατοίκων της.[1]
    Από το 1935 η Δημοτική Αρχή σχεδίασε τη δημιουργία δημοτικών γηπέδων, ενώ το 1938 θεμελιώθηκε -μετά από μελέτη του Υπουργείου Παιδείας- οργανωμένο γυμναστήριο στην πόλη: το Αθλητικό Στάδιο Νέας Κοκκινιάς.[2]
    Το 1936 ιδρύθηκε ο Ορειβατικός, Φυσιολατρικός Όμιλος Κοκκινιάς (ΟΦΟΚ), ο οποίος συγκέντρωσε πλήθος μελών, αποτελώντας έναν από τους ιστορικούς συλλόγους της πόλης, με πλούσια δράση στον κοινωνικό κι εθνικό τομέα, αφού λέγεται πως εκεί ξεκίνησε το ΕΑΜικό κίνημα της Κοκκινιάς την περίοδο 1941-1944. Με την αλλαγή του ονόματος της πόλης από Κοκκινιά σε Νίκαια γίνεται και η μετονομασία του ΟΦΟΚ σε ΟΦΟΝ. Με το φυσιολατρικό αυτό σύλλογο  οι Κοκκινιώτες ταξίδεψαν  -σαν μια συντροφιά- σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.[3]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 28-29.
[2] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 39-40.
[3] Μιχαηλίδης Σίμος, Η Γέννηση της Κοκκινιάς, ό. π., σ. 121.

Το Χαμάμ

    Τα περίφημα χαμάμ της Ανατολής είναι γνωστά για τις περιποιητικές  υπηρεσίες που προσέφεραν στους ανθρώπους που τα επισκέπτονταν. Τα δημόσια λουτρά φρόντιζαν όχι μόνον την καθαριότητα των λουομένων, αλλά μεριμνούσαν για την περιποίηση των σωμάτων και την αναζωογόνηση των ψυχών. Προσέφεραν την ανάπαυλα από τον καθημερινό μόχθο, ενώ ταυτοχρόνως δρούσαν ως τόποι συνάντησης, υγιεινής, καλαισθησίας κι επικοινωνίας των επισκεπτών.
    Η αναβίωση της αστικής κουλτούρας των προσφύγων της Μικράς Ασίας υπαγόρευε την περιποίηση και τη φροντίδα του σώματος, την επιμέλεια της εμφάνισης, την αναζήτηση της ομορφιάς. Έτσι, με την ίδρυση της πόλης της Κοκκινιάς δημιουργήθηκε το λουτρό-χαμάμ για την καθαριότητα των προσφύγων, από τον Αρμένιο αρχιτέκτονα Αρτίν Παλατζιάν. Το χαμάμ λεγόταν “Μικρά Ασία”, ξεκίνησε να χτίζεται το 1923, ολοκληρώθηκε το 1925 κι άρχισε να λειτουργεί το 1926. Την οικοδόμησή του ανέλαβαν επιχειρηματίες, μιας και το οικονομικό μέγεθος του έργου ήταν αρκετά υψηλό. Η λειτουργία του χαμάμ ήταν ημερήσια. Από τις 8 π.μ. μέχρι τις 5 μ.μ.  δεχόταν τις γυναίκες, ενώ οι άντρες το επισκέπτονταν από τις 5 μ.μ. μέχρι τις 9-10  μ.μ.. Τα παιδιά μέχρι 5 χρόνων έμπαιναν με τις γυναίκες, ενώ τ’ αγόρια από 5 ετών και πάνω θεωρούνταν άντρες.
    Το χαμάμ είχε δυο θέσεις. Η πρώτη περιλάμβανε δωμάτιο με δυο κρεβάτια και αποδυτήριο, όπου αφού γδύνονταν τυλίγονταν με το σεντόνι ή την πετσέτα οι λουόμενοι και φορούσαν ειδικά τσόκαρα για να μη γλιστρούν. Αφού ετοιμάζονταν έμπαιναν στον κοινό χώρο του λουτρού. Το εισιτήριο αυτής της θέσης ήταν 15 δραχμές, ενώ η δεύτερη -που δεν είχε την πολυτέλεια του ιδιωτικού χώρου-  χρεωνόταν 10 δραχμές.
    Στο κέντρο του χαμάμ υπήρχε ένας πάγκος, πάνω στον οποίο ο λουτράρης για τους άντρες ή αντιστοίχως η λουτράρισσα για τις γυναίκες έτριβε το γυμνό σώμα μ’ ένα γάντι τρίφτη, που ξεβγαζόταν μετά από κάθε τρίψιμο. Ακολουθούσε το λούσιμο με σαπούνι στις γούρνες. Το χαμάμ προμηθευόταν το νερό  από νερουλάδες, ενώ αργότερα σκάφτηκε ένα πηγάδι κι αγοράστηκε αντλία προκειμένου να έχει δικό του νερό. Στο χαμάμ υπήρχε, επίσης, ένας ειδικός χώρος για την αποτρίχωσηΤότε ήταν διαδεδομένο φαινόμενο η ύπαρξη της ψείρας κι η αποτρίχωση σ’ ολόκληρο το σώμα ήταν η πιο ενδεδειγμένη θεραπευτική λύση.
    Η εφημερίδα Ελληνική γράφει το1926: «Οι κάτοικοι της Κοκκινιάς είναι υπερήφανοι δια το χαμάμ των. Και δεν έχουν άδικον, αφού ο Πειραιεύς, πόλις με 350.000 κατοίκους, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει χρόνια τώρα έναν τέλειον τύπον παρομοίων λουτρών». Βεβαίως, το χαμάμ  ήταν ένα από τα “επιτεύγματα” για τα οποία μπορούσαν -δικαίως- να είναι υπερήφανοι οι κάτοικοι της Κοκκινιάς. Πλήθος ήσαν οι κατακτήσεις τους -σε πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο- σε διάφορους τομείς που αφορούσαν την  πόλη και συνδέονταν άρρηκτα  με  την ιστορική πολιτισμική μνήμη της πατρίδας τους.[1]
[1] Αφήγηση Παναγιώτη Μεταξά, επιχειρηματία του Χαμάμ Κοκκινιάς
στο Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 27, 31-32.

Η Εκκλησία και οι ναοί της Κοκκινιάς

    Παράλληλα με την εξοικονόμηση τροφής, εργασίας, κατοικίας  φρόντισαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες να στεγάσουν και τους ξενιτεμένους Αγίους, τους οποίους κουβαλούσαν ολοζώντανους στην ψυχή τους. Αρχικά έστησαν αντίσκηνα κι αργότερα ξύλινα παραπήγματα για να εναποθέσουν τα εικονίσματα, τα ιερά σκεύη, τα Δεσποτικά, τα τέμπλα και τους Άμβωνες που μετέφεραν από τις Αλησμόνητες Πατρίδες της Ελληνικής Ανατολής. Αν κι οι ίδιοι έφτασαν ξυπόλητοι και γυμνοί στον τόπο της προσφυγιάς, τα εικονίσματα ήταν τα μόνα αγαθά που κουβάλησαν μαζί τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής τους.[1]
    Η εκκλησία ενσωμάτωνε τόσο τη δημόσια, όσο και την πνευματική ζωή της κοινότητας. Οι ειδικοί δεσμοί των προσφύγων με το παρελθόν τους μπορούσαν να εκδηλωθούν μες στα πλαίσια της εκκλησίας, η οποία αποτελούσε μια σαφή αναφορική πηγή και λειτουργούσε ως σταθερό σημείο προσανατολισμού και κατευθυντήρια δύναμη.[2]
    Ψυχή των θρησκευτικών συναισθημάτων των προσφύγων ήταν ο από Σεβαστείας Γερβάσιος,  ο οποίος συγκέντρωσε όλα τα εκκλησιαστικά κειμήλια της Καισαρείας και μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στη Μερσίνη, τα τοποθέτησε σε 38 κιβώτια κι επιβιβάστηκε μαζί μ’ αυτά και τα Ιερά Τέμπλα στο πλοίο και τα έφερε στον Πειραιά το 1924. Τα περισσότερα τα πρόσφερε στους ναούς της Νίκαιας, στην ανέγερση των οποίων έπαιξε κύριο και καθοριστικό ρόλο.[3]
   Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο πρώτος ναός που ιδρύθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς. Οι  πρόσφυγες συγχρόνως με την τακτοποίησή τους στα παραπήγματα φρόντισαν να λειτουργήσουν σε αντίσκηνο και το ναό τους. Έτσι, έστησαν στην ανατολική πλευρά της πλατείας του Αγ. Νικολάου το αντίσκηνο που  τους πρόσφερε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας. Πριν ακόμη από την επίσημη ίδρυση του συνοικισμού, μέχρι τα τέλη του 1922, χάρη στην προσωπική εργασία και τις συνδρομές από το υστέρημα των προσφύγων, κατασκευάσθηκε το ξύλινο παράπηγμα, το οποίο τοποθετήθηκε στη θέση του σημερινού ναού. Αυτήν την παράγκα αντικατέστησε το 1923 ο πρώτος ναός, που θεμελιώθηκε από τον Αρχιερατικό Επίτροπο Ν. Κοκκινιάς, τον Σεβαστείας Γερβάσιο.
    Στη βορειοδυτική πλευρά του Αγίου Νικολάου ιδρύθηκε ο Ιερός Ναός της Οσίας Ξένης, ο οποίος λειτούργησε σ’ ένα κοινό πλυσταριό από το 1922. Σε ξύλινο παράπηγμα λειτούργησε το 1923 κι ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου, στα βορειοδυτικά της πόλης. Πλήθος άλλων εκκλησιών ακολούθησαν, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Τριάδα, η Ευαγγελίστρια, κ.λ.π..
    Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες, καθώς κι οι απόγονοί τους, εξακολουθούν να μετέχουν των ακολουθιών διατηρώντας την ιστορική μνήμη των Πατέρων τους, τιμώντας τους Αγίους τους κι εφαρμόζοντας τα έθιμα που συνοδεύουν τις εορτές τους. [4]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 90.
[2] Renee Hirshon, Heirs of the Greek Catastrophe.
The Social Life of  Asia Minor Refugees in Piraeus
, ό. π.,  σ. 195.
[3] Γιαμαλή-Χατζηιωάννου Ε., Μικρασιατικός Ελληνισμός: Οδοιπορικό Θανάτου
και Ανάστασης
, εκδ. Δήμου Νίκαιας 2001, σ. 38.
[4] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 89-93.

Εκπαίδευση

    Η έμπρακτη δυναμική των προσφύγων αποδεικνύεται σ’ όλα τα επίπεδα, αφού διεκδικούν και κερδίζουν εκτός από τα βιοποριστικά και τα πνευματικά και τα πολιτισμικά αγαθά. Προτού αρχίσουν να κτίζονται τα πρώτα οικήματα στην Ν. Κοκκινιά, όντας οι κάτοικοι στα αντίσκηνα και τα παραπήγματα, επιχειρούν ν’ ανασυγκροτήσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους που είχε διακοπεί εξαιτίας του ξεριζωμού.
    Τα πρώτα σχολεία λειτούργησαν μες στα πλυντήρια ή τα αντίσκηνα ναούς που είχαν στηθεί στο συνοικισμό. Εκεί, δίδαξαν τα προσφυγόπουλα οι δάσκαλοι κι οι δασκάλες της Κοκκινιάς. Η Μαριάνθη Σκαλά, η πρώτη δασκάλα του συνοικισμού, αγωνίσθηκε μ’ όλες τις δυνάμεις της  για να της παραχωρηθούν τρία πλυντήρια, ώστε το 1923 να τα χρησιμοποιήσει ως διδακτήρια και μόχθησε πραγματικά προκειμένου να κατασκευαστούν οι πάγκοι θρανία των μικρών μαθητών. Μ’ ένα κουδούνι στο χέρι το 1924 έβγαινε στο άνοιγμα της σκηνής του Αγίου Νικολάου και καλούσε τους γονείς να φέρουν τα παιδιά στο -αυτοσχέδιο- σχολείο. Οι προσπάθειές της για τη δημιουργία σχολείων κράτησαν τρία χρόνια κι εστιάστηκαν -κυρίως- στην εύρεση χρηματοδοτών. Απευθύνθηκε σε βιοτεχνίες, βιομηχανίες, ταπητουργίες, προκειμένου να εξασφαλίσει τους οικονομικούς πόρους που θα προωθούσαν το σκοπό της να στεγαστούν οι μαθητές και να μορφωθούν στα σχολεία της πόλης.
    To 1924 ιδρύθηκε το πρώτο Δημοτικό σχολείο μεταξύ των οδών Βοσπόρου-Καισαρείας-Ιωνίας, το οποίο το 1925 ονομάσθηκε Πρώτο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων. Το κτίριο υπέστη ζημιές στη διάρκεια της Κατοχής, όπως και διάφορα άλλα σχολεία της Κοκκινιάς, τα οποία κατασκευάσθηκαν με ιδιαίτερο κόπο κι εντατικές προσπάθειες το καθένα.[1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 41-42.

Τοπικές εφημερίδες

    Από πολύ νωρίς εμφανίστηκαν οι τοπικές εφημερίδες, αφού το πνευματικό δυναμικό των προσφύγων της Κοκκινιάς ζητούσε απεγνωσμένα βήμα έκφρασης. Το περιεχόμενό τους κάλυπτε ένα ευρύ πεδίο θεμάτων, μιας και στις στήλες των εφημερίδων -εκτός από τα τοπικά νέα και τις διεκδικήσεις των προσφύγων έναντι της πολιτείας- μπορούσε κάποιος να διαβάσει άρθρα που αφορούσαν τις τέχνες, την πολιτική, αναγγελίες εκδηλώσεων (διαλέξεων, χοροεσπερίδων, ποιητικών συναντήσεων κ.ά.). Αναφέρουμε ενδεικτικά -με χρονολογική σειρά εμφάνισης- κάποιες απ’ τις εφημερίδες αυτές: Νέα Κοκκινιά (1925), Κοκκινιά (1926),Προσφυγικό Βήμα (1931),  Αναγέννησις (1932),  Ταχυδρόμος (1933), Εμπρός, Ελεύθερος Κόσμος,  Νέος Αγών (1934),  Νέον Βήμα (1935),  Αναμόρφωσις,  Θάρρος(1937), Θεία ΠρόνοιαΠαρατηρητής (1938), Νέα Ιδέα (1939).[1]
    Μέσα στα πλαίσια αυτής της δημοσιογραφικής παραγωγής ιδρύθηκε το 1932 η Ένωση Προσφύγων Δημοσιογράφων Κοκκινιάς κι αργότερα η Ένωση Συντακτών Νίκαιας, οι οποίες ανέπτυξαν έντονη δημοσιογραφική δράση προπολεμικά και μεταπολεμικά.
    Στην μεταπολεμική Κοκκινιά συναντάμε τις εφημερίδες:  Τοπικά Νέα,   Κοκκινιά μας,  Ελληνική Πατρίδα, Νέα Ιδέα, Φίλαθλος Νίκαιας, Λαϊκό Βήμα, Παρατηρητής, Ταχυδρόμος, Αναγέννηση,  Μαχητής, Φωνή Νίκαιας, Νίκη, Φωνή Μαγνησίας, Νίκαια, Ελεύθερη Γνώμη, Αθλητικά Νέα και τη σατυρική φυλλάδα Εξ Αμάξης.[2]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 34
και Παπαδοπούλου Α., Η ΑττικήΝίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 28-29.
[2] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, ό. π., σ. 28.

Οι πρώτοι σύλλογοι

    Η   ανάγκη   επικοινωνίας   των   πνευματικών   ανθρώπων   της    κοινότητας (καλλιτεχνών, διανοουμένων, επιστημόνων, φοιτητών) οδήγησε στη δημιουργία σωματείων και συλλόγων, που έδωσαν στις πιο ανήσυχες καλλιτεχνικές μορφές της πόλης τη δυνατότητα της πνευματικής συνάντησης, της  ανταλλαγής απόψεων, της έκφρασης κοινών  ενδιαφερόντων και προβληματισμών. Οι φοιτητές της εποχής ίδρυσαν το 1933 το πρώτο σωματείο, τη Φοιτητική Ένωση Κοκκινιάς (ΦΕΚ). Ακολούθησε ο Φοιτητικός Όμιλος το 1935. Από τη συγχώνευση των δυο σωματείων προέκυψε ο δυναμικός Φοιτητικός Σύνδεσμος Κοκκινιάς, ο οποίος ήταν πρωτεργάτης σε κάθε πολιτιστική κίνηση της πόλης, εξέφραζε μαχητικά τους  κοινωνικούς προβληματισμούς της εποχής και διακρινόταν για την κοινωνική μέριμνα και την ενεργό δράση του.
    Παράλληλα εμφανίστηκε κι η Ένωση Επιστημόνων, η οποία αποτελείτο από δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς παιδαγωγούς, κάλυπτε κυρίως το επιστημονικό φάσμα και το ερευνητικό πεδίο κι αποτελούσε ένα σωματείο κοινωνικής αρωγής και πρόνοιας, που ενδιαφερόταν για τα ζητήματα επιστημονικής φύσεως. Φρόντιζε, επίσης, για την ανέγερση σχολείων, την ίδρυση βιβλιοθηκών, την επίλυση ζωτικών κοινωνικών θεμάτων.
    Στον τομέα των γραμμάτων και των τεχνών συγκροτείται τη διετία  1932- 1933 ένας κύκλος πνευματικών ανθρώπων, που συναντιούνται σε φιλικά σπίτια ή σε κάποιο καφενείο του Αγίου Νικολάου, προκειμένου να βρουν τρόπους για συντονισμένη δράση στα θέματα του πολιτισμού. Έτσι, δημιουργήθηκε ο Φιλολογικός Σύλλογος, ο οποίος ήταν το πνευματικό λίκνο των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της Κοκκινιάς, στους κόλπους του οποίου γαλουχήθηκε, ανατράφηκε κι άνθησε η πνευματική γενιά της πόλης. Πλήθος  διακεκριμένων προσωπικοτήτων -στο χώρο της τέχνης- προήλθαν απ’ το πνευματικό καλλιτεχνικό ορμητήριο του Φιλολογικού Συλλόγου, όπως οι συγγραφείς: Σ. Ευστρατιάδης, Α. Γιαλούρης, Ι. Μελάς, Δ. Λιάτσος, οι ποιητές: Σ. Σκούταρης, Δ. Παπαδίτσας, Γ. Μετσόλης, Ε. Κακναβάτος, οι ζωγράφοι: Δ. Τηνιακός, Γ. Τουφεξιάν, Μ. Νικολινάκος κ.ά..[1]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 34-35.

Εργασία – Επαγγέλματα

    Η έλλειψη καλλιεργήσιμης γης οδήγησε τους κατοίκους της Κοκκινιάς στην αναζήτηση εργασίας στα εργοστάσια, τις βιοτεχνίες και τις ιδιωτικές εργασίες. Η πλειονότητα των κατοίκων ήσαν εργάτες, τεχνίτες, υπάλληλοι, ξυλουργοί, οικοδόμοι, ενώ μεγάλος αριθμός εργάζονταν εκτός πόλεως και για το λόγο αυτό διεκδικούσαν τακτικότερη συγκοινωνία κι επέκταση των μεταφορικών γραμμών. Μόλις το 12% των ανδρών ασχολούνταν μ’ επιδέξια επαγγέλματα, ήσαν, δηλαδή, ραφτάδες, μάγειροι, τυπογράφοι, παπουτσήδες, ξυλουργοί, κουρείς, ενώ μόνο το 7% δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο κι οι περισσότεροι εξ αυτών ήσαν πλανόδιοι πωλητές, παντοπώλες, καφετζήδες. Η μειοψηφία των Κοκκινιωτών στρέφονταν στη  θάλασσα, γίνονταν ναυτικοί και μερικοί μόνον εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι, μια όντως περιζήτητη θέση εξαιτίας της μισθολογικής ασφάλειας που προσέφερε.  Πολλοί πρόσφυγες εργάζονταν, επίσης, στην καπνοβιομηχανία, στα εργοστάσια τσιγάρων Παπαστράτος και Κεράνης,  τα οποία απασχολούσαν μεγάλο αριθμό προσφύγων που κατοικούσαν στα περίχωρα του Πειραιά.[1]
    Η οικονομική δυσπραγία των προσφύγων, καθώς κι η έλλειψη αντρών μες στα σπίτια -λόγω θανάτου ή αιχμαλωσίας- οδήγησε τις γυναίκες στην ανάγκη εύρεσης εργασίας προκειμένου να  θρέψουν τ’ αδύναμα μέλη της οικογένειας, τους γέροντες και τα παιδιά. Η γυναίκα της Κοκκινιάς δούλεψε ως εργάτρια, παραδουλεύτρα, υπάλληλος, δακτυλογράφος, μαγείρισσα. Η χειραφέτησή της ήταν  γεγονός χάρη της πρωτοβουλίας, του δυναμισμού, της ικανότητας που τη διέκριναν, αλλά και λόγω της βιοτικής ανάγκης που της επιβαλλόταν. Ουσιαστικά οι γυναίκες καλέστηκαν να φυτέψουν μια χώρα μέσα σε μιαν άλλη χώρα, ν’ αναβιώσουν τις συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα και τον πολιτισμό της πατρίδας τους στον  τόπο που βρέθηκαν, ένα αίτημα ζωής που το κατέκτησαν κι έναν άθλο κοινωνικό που τον κατόρθωσαν με πραγματικά αξιοθαύμαστο τρόπο.[2]
    Στην Κοκκινιά λειτουργούσαν δώδεκα ταπητουργεία με 500 εργάτες, τα πλινθοποιεία ΔΗΛΑΒΕΡΗ, τα χρωματουργεία ΒΙΒΕΧΡΩΜ, ασβεστουργεία,  βαμβακουργεία, υποδηματοποιεία, υφαντουργεία, πλεκτήρια, κουφετοποιεία, κ.ά.. Η πόλη διέθετε καταστήματα όλων των ειδών: εμποροραφεία, κουρεία, κομμωτήρια, πηλοποιεία, οινοζυθοπωλεία, χαλβατζίδικα, μαγειρεία, παντοπωλεία, κρεοπωλεία, εστιατόρια, ταβέρνες, καταστήματα λευκών ειδών, κ.λ.π.. Λειτουργούσαν, επίσης, λαϊκές αγορές, ψαραγορά,  πλανόδιοι πωλητές κ.ά..
    Ενδιαφέρον είναι ότι πολλά επαγγέλματα που σήμερα έχουν εκλείψει, ανθούσαν στην προσφυγούπολη Κοκκινιά και προσέδιδαν ένα ιδιαίτερο χρώμα στον  εργασιακό χαρακτήρα της πόλης. Συναντούσες, δηλαδή, τον εφαπλωματοποιό (παπλωματά), το λούστρο, τον τσαγκάρη, το στιλβωτή, τον παγοπώλη, το σανοπώλη, τον καρβουνιάρη, τον παλιατζή, τον εφημεριδοπώλη, τον καρεκλά, το σκουπά, το γανωτζή, τον ποδηλατά, τον ομπρελά, την καπελού, τη μανταρίστρα, το νερουλά, το γαλατά, τον παγωτατζή, το μπουγατσά, τον πραγματευτή κ.ά.. [3]
[1] Renee Hirshon, Heirs of the Greek Catastrophe, ό. π., σ. 69.
[2] Μιχελή Λίζα, Πειραιάς. Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής,
Αθήνα 1988, σ. 183.
[3] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 34-38.

Μετονομασία

    Ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς  υπαγόταν διοικητικά -μέχρι το Δεκέμβρη του 1933- στο Δήμο Πειραιώς. Τον Ιανουάριο του 1934 αναγνωρίσθηκε ως Δήμος Νέας Κοκκινιάς (Φ.Ε.Κ. 22) και πρώτος Δήμαρχος εκλέχτηκε ο Στυλιανός Κοραής. Τα όρια του Δήμου, με βάση τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου 315/1-6-1939, ήταν: Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Κοινότητα Αιγάλεω, Καραβάς Α΄-Β΄-Γ΄-Δ΄. Το 1935, με Διάταγμα του Υπουργείου Συγκοινωνιών (Φ.Ε.Κ. 208) αναγνωρίσθηκε η οδός Π. Ράλλη σ’ εθνική οδό. Η οδός άρχισε να κατασκευάζεται το 1937 και διέσχιζε τις περιοχές Ρουφ-Νέα Κοκκινιά-Πέραμα.
    Το 1939 ο Δήμος προκήρυξε διαγωνισμό για τη μετονομασία της πόλης, η οποία από Νέα Κοκκινιά ονομάστηκε Νίκαια (Φ.Ε.Κ. 271/1940 τεύχος Β), μετά την επικράτηση της σχετικής πρότασης του Ιωάννη Μελά, δικηγόρου, βουλευτή κι αργότερα Υπουργού, καταγόμενου από τη Βιθυνία. Την πρόταση Μελά προσυπέγραψαν  ο Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικόλαος Βέης, πολλοί Ακαδημαϊκοί,  άνθρωποι της Επιστήμης και των Γραμμάτων, καθώς κι εβδομήντα Κοκκινιώτες που ζούσαν ανά την Ελλάδα.  Η Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου με παμψηφία  υποστήριξε την ονομασία αυτή, μεταξύ των ονομάτων πολλών άλλων  μικρασιατικών πόλεων. Το 1935 μετονομάστηκε η περιοχή των Γερμανικών σε Κρήνη και του Καραβά σε Νεάπολη.[1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 56-58.

Περίοδος κατοχής

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
    Οι διεθνείς συγκυρίες έβαλαν σε νέες δοκιμασίες τη χώρα. Με τη συμμετοχή της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κοκκινιά, πριν καλά-καλά ανασάνει από τον πόνο του ξεριζωμού και  προτού ολοκληρώσει την προσπάθεια ν’ αναστήσει μες στα ερείπια της προσφυγιάς το συγκροτημένο της πρόσωπο, μάτωσε  ξανά και μάλιστα με τρόπο απερίγραπτα τραγικό. Αυτά μαρτυρούν τα γεγονότα της Κατοχής κι η πάνδημη συμμετοχή της πόλης στον αντιστασιακό αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας και την ανεξαρτησία των εθνικών δικαιωμάτων.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
     Το πλήγμα που υφίσταται η Ελλάδα την περίοδο του 1940 είναι διπλό. Αφενός προσπαθεί ν’ αποκρούσει την ιταλική επίθεση, αφετέρου δέχεται την εισβολή του γερμανικού ναζισμού και υφίσταται τις ολέθριες συνέπειες ενός παράλογου πολέμου. Στο μέτωπο τα στρατεύματα αντιστέκονται σθεναρά πληρώνοντας βαρύτατο φόρο τιμής κι αίματος, ενώ -μετά την κατάρρευση του μετώπου και την εισβολή των Γερμανών- στις πόλεις ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει   πρόβλημα επιβίωσης.
    Η αντίσταση είναι η μόνη  διέξοδος στην οδυνηρή πολιτική και οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. Για το λόγο αυτό σύντομα δημιουργούνται μικρές αντιστασιακές οργανώσεις, όπως η Εθνική Αλληλεγγύη, που έχουν υποστηρικτικό ρόλο στην επιτακτική ανάγκη του επισιτισμού.
    Το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) κατάφερε -σε εθνική πλέον κλίμακα- να ενώσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και να τροφοδοτήσει τ’ όραμα της ελεύθερης Ελλάδας. Από τα σπλάχνα του ΕΑΜ  ξεπήδησε το ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Σκοπός του λαϊκού στρατού ήταν η απελευθέρωση της χώρας απ’ τους ξένους κατακτητές, η περιφρούρηση των κατακτήσεων του λαού, η προάσπιση των ελευθεριών του, η εξασφάλιση της τάξης μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών, έτσι ώστε ο λαός να μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη βούλησή του. Το ένοπλο λαϊκό μέτωπο προξένησε τρομερές καταστροφές στους κατακτητές κι απασχόλησε συστηματικά 10 γερμανικές μεραρχίες, οι οποίες στόχευαν στη διάλυσή του.
    Το ΕΑΜ συσπείρωσε τους  Έλληνες κι αποτέλεσε τη σημαντικότερη αντιστασιακή οργάνωση την περίοδο της Κατοχής. Στο σώμα του ΕΑΜ και στο στρατό του ΕΛΑΣ εντάχτηκαν αγωνιστές κάθε ηλικίας που επιθυμούσαν την απελευθέρωση της πατρίδας και την προκοπή του τόπου. Πολέμιοι  των αντιστασιακών κινημάτων ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας κι οι ντόπιοι συνεργάτες των Γερμανών.
    Στην Κοκκινιά έλαχε να γραφτούν κάποιες καίριες σελίδες της Εθνικής Αντίστασης την περίοδο της Κατοχής. Η Μάχη της Κοκκινιάς και το Μπλόκο   της πόλης αποτελούν δυο αιματηρά κεφάλαια απαράμιλλης γενναιότητας, ηρωισμού και αυτοθυσίας. Η επιλογή της Κοκκινιάς για την εφαρμογή του Μπλόκου δεν ήταν τυχαία, αφού η πόλη τα χρόνια εκείνα συμμετείχε ενεργά  στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο λαός -σχεδόν στο σύνολό του- είχε οργανωθεί στην Εθνική Αντίσταση. Το ΕΑΜ Κοκκινιάς ήταν η πιο ισχυρή  μαζική οργάνωση από τις τέσσερις που διέθετε το ΕΑΜ σ’ ολόκληρη την περιοχή του Πειραιά. Επιπροσθέτως, στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα κι Αιτωλικού έδρασε το παράνομο τυπογραφείο της Κοκκινιάς, το οποίο στήθηκε στην πόλη την άνοιξη του 1943.
    Τα μπλόκα που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της Γερμανοφασιστικής Κατοχής ήταν καλά σχεδιασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις -με σαφή στρατιωτική οργάνωση- κι έλαβαν χώρα σε συνοικίες που είχαν αναπτυγμένη αντιστασιακή δράση, βαθιές ιδεολογικές ρίζες και ισχυρές ψυχικές αντοχές. Σκοπός των μπλόκων ήταν ν’ αποδυναμώσουν το αντιστασιακό κίνημα, να εξασθενήσουν  την επιρροή του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ στο λαό, να στρέψουν τους πολίτες ενάντια στην οργανωμένη αντίσταση. Τα μπλόκα αποδείχτηκε πως ήταν  ισοδύναμα των αντίποινων, μια συστηματική μέθοδος εκφοβισμού του λαού σε πανελλήνιο επίπεδο. Η Μάχη της Κοκκινιάς και το Μπλόκο είναι τα δυο κορυφαία ιστορικά γεγονότα της πόλης την περίοδο της Κατοχής.[1]
[1] Βαμβακάς Μ., Ζέρβας Θ., κ.ά,  Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, Δήμος Νίκαιας 2004,
σ. 17-25.

Η Μάχη της Κοκκινιάς

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
4-8 Μάρτη 1944
    Στον αγώνα που διεξάγει ο λαός κατά των Γερμανών κατακτητών, η πάλη της Αθήνας, του Πειραιά και των συνοικιών παίζει κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο. Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας των πόλεων εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις. Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια -διαρκώς εντεινόμενη- εμπόλεμη κατάσταση.[1]
    Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.[2]
    Από τις  4 έως τις  8 Μάρτη 1944  η Κοκκινιά, η προσφυγούπολη του Πειραιά, βίωσε κάποιες από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ,  τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε  για  εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.[3]
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944. Χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες προσπαθούν να εισβάλουν από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη, αλλά μετά από πολύωρες συγκρούσεις αναχαιτίζονται από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ, οι οποίοι το ίδιο βράδυ συγκαλούν κοινή σύσκεψη ΕΑΜιτών κι ΕΛΑΣιτών στην Κοκκινιά κι αποφασίζουν γενική επιφυλακή κι ενημέρωση του λαού της πόλης.[4]
Κυριακή 5 Μάρτη 1944. Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά. Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πολυμέτωπη επιδρομή, για να καταλήξει -μετά από αιματηρές μάχες- στην οπισθοχώρηση των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.[5]
Δευτέρα 6 Μάρτη 1944. Ο Πειραιάς ξυπνά με μαζική πανεργατική απεργία κατά της τρομοκρατίας του λαού της Κοκκινιάς. Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές είναι καθολική. Η πόλη δέχεται  σχεδιασμένη επιδρομή, που καταλήγει -μετά την αιματοχυσία- σε άτακτη φυγή των φασιστών.[6]
Τρίτη 7 Μάρτη 1944. Οι επιθέσεις των Γερμανών εντείνονται. Ο πολιορκητικός κλοιός στενεύει ασφυκτικά γύρω απ’ την πόλη. Τα ξημερώματα εντοπίζονται γερμανοτσολιάδες στην οδό Θηβών. Η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ σημαίνει στις 6.00΄ γενική επίθεση του λαϊκού στρατού.  Γίνονται μάχες σώμα με σώμα για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Μέχρι τις 11.00΄ η αντίστασή του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί, λόγω της έλλειψης πυρομαχικών. Τότε παίρνεται  απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και δίνεται εντολή -αν χρειαστεί- να δοθεί μάχη με τις πέτρες ή με τα χέρια. Ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος, αφού η Κοκκινιά κυκλώνεται από -περίπου- 1800 Ναζί. Οι Γερμανοί διανυκτερεύουν  στην πόλη.[7]
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944. Οι Ναζί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους ξημερώνονται ταμπουρωμένοι στο δημοτικό σχολείο, που βρίσκεται επί των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού, ενώ περιμετρικά τους φρουρούν οπλοπολυβόλα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κάνουν  επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν τους Κοκκινιώτες, ερευνώντας εξονυχιστικά τα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Με εκφοβιστικές ανακοινώσεις από τα δικά τους πλέον “χωνιά” επιχειρούν -μάταια- να στρέψουν τον Κοκκινιώτικο λαό κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δηλώνουν ότι δεν θα πειράξουν κανέναν εάν δεν τους επιτεθεί ο ΕΛΑΣ, αποκαλύπτοντας   το  αίσθημα φοβίας κι ανασφάλειας που βιώνουν οι ίδιοι μες στην αντιστασιακή φωλιά της Κοκκινιάς. Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν τους συλληφθέντες της 5ης Μάρτη 1944 στην πλατεία των Αγίων Αναργύρων. Αργά το απόγευμα οι Ναζί αποχωρούν από την Κοκκινιά με την κουστωδία τους, μεταφέροντας 300 αιχμάλωτους στο Χαϊδάρι. Ο λαός ανασαίνει προσωρινά με την αποχώρηση του κατακτητή κι εξακολουθεί τον αγώνα ως το επόμενο μεγάλο χτύπημα, το περιβόητο μπλόκο της πόλης που πραγματοποιείται στις 17 Αυγούστου 1944, 5 μήνες μετά.[8]
    Ο Γ. Πισσάνος -διοικητής και καπετάνιος του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ- χαρακτήρισε την 7η Μάρτη 1944 σημαντική ημέρα δόξας για  την Κοκκινιά, γιατί  αυτήν την ημέρα η πόλη σφράγισε την αντιστασιακή ιστορία της.  Στην έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρεται, επίσης, πως ήσαν απερίγραπτοι οι ηρωισμοί των μαχητών. Εκείνο, όμως, που δημιούργησε δέος και ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήταν η συμμετοχή του λαού  (ανδρών, γυναικών, εφήβων ακόμα και των παιδιών). Τρέχανε να συνδράμουν τους τραυματίες, να βρουν φυσίγγια, οπλίζονταν και ζητούσαν να οργανωθούν άμεσα στον ΕΛΑΣ. Στήριξαν την αντίσταση με απαράμιλλο θάρρος, αίσθημα ευθύνης, αυτοθυσία και ψυχική γενναιότητα.[9]
     Οι Γερμανοί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατόρθωσαν να πατήσουν ξανά  -οργανωμένα- το πόδι τους στην Κοκκινιά μέχρι την 17η Αυγούστου, τη μέρα που η πόλη ζει την κορυφαία στιγμή της αιματοχυσίας της, το ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το “Μπλόκο” ήταν -μεταξύ άλλων- η εκδικητική κατάληξη του δράματος της 7ης Μάρτη, τ’ αντίποινα των Γερμανών για την ήττα που υπέστησαν  στη Μάχη της Κοκκινιάς.
[1] Ψηφιακό Ηλεκτρονικό Αρχείο της ΕΡΤ.
[2] Στο ίδιο.
[3] Βαμβακάς Μ, Ζέρβας Θ., κ.ά., Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ό. π., σ. 28, 42.
[4] Βαμβακάς Μ, Ζέρβας Θ., κ.ά., Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ό. π., σ. 29.
[5] Στο ίδιο, σ. 30.
[6] Στο ίδιο, σ. 31-32.
[7] Στο ίδιο, σ. 33-35
[8] Στο ίδιο, σ. 38.
[9] Στο ίδιο, σ. 39.

Το Μπλόκο της Κοκκινιάς

ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944
    Οι ακρότητες των Γερμανικών Αρχών αυξήθηκαν δραματικά -κατά το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής- καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης κι οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν πλέον για να ελέγχουν τη χώρα. Οι γερμανικές εκθέσεις συχνά επισήμαιναν ότι το αντιστασιακό κίνημα δεν θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί χωρίς τη συμπάθεια και την υποστήριξη του άμαχου πληθυσμού. Στα έγγραφά τους αναφέρουν χαρακτηριστικά πως: «ο πληθυσμός αυτός είναι απολύτως συνένοχος για τις γερμανικές απώλειες». Με βάση το σκεπτικό αυτό έπρεπε -ιδίως στα “κέντρα του συμμοριτισμού”- να θεωρηθεί ο λαός εχθρικός και να τύχει ανάλογης μεταχείρισης. Αυτό το απλουστευτικό σχήμα “νομιμοποιούσε” στα μάτια των Γερμανών αξιωματούχων και στρατιωτών τα συλλογικά αντίποινα και διέλυε τους όποιους ενδοιασμούς είχαν οι διοικούντες για τις επιθέσεις ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Εκτός από τις μεγάλες εκκαθαρίσεις των κατακτητών στα Καλάβρυτα (13-12-1943)  και στο Δίστομο (10-6-1944), που κατέληξαν σε ολοκαύτωμα, ανάλογες επιθέσεις αντιμετώπισε και το αντάρτικο των πόλεων με τα περιβόητα “μπλόκα” στην Κοκκινιά και σ’ άλλες εργατικές συνοικίες.[1]
     Από το Μάρτη του 1944 -που έγινε η Μάχη της Κοκκινιάς- μέχρι  το Μπλόκο, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, η Κοκκινιά προετοιμαζόταν για μιαν απαράμιλλη σε βαναυσότητα αιματηρή θυσία. Οι ταγματασφαλίτες πραγματοποιούσαν “μπλόκα” στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, προκειμένου να εντοπίσουν τους Κοκκινιώτες αντάρτες. Οι αντιστασιακές οργανώσεις έδωσαν εντολή στα στελέχη τους να διαμένουν τις νύχτες εκτός Κοκκινιάς. Η καθημερινότητα χαλάρωσε, όμως, την ετοιμότητα των κατοίκων, οι οποίοι -παρά την εγρήγορση- βρέθηκαν ουσιαστικά απροετοίμαστοι για το μεγάλο φονικό της 17ηςΑυγούστου.[2]
     Στις 15  Αυγούστου 1944  οι Γερμανοί επιχειρούν να μπουν από τα Μανιάτικα του Πειραιά  στο νότιο μέρος της Κοκκινιάς, οπότε γίνονται αντιληπτοί από το λαό και τις αντιστασιακές οργανώσεις. Η αναχαίτισή τους αρχίζει αμέσως και  καταλήγει σε πολύωρες οδομαχίες. Σε πρώτη φάση -παρά την ανισομέρεια μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των Γερμανών- καταφέρνουν οι Κοκκινιώτες σύσσωμοι με τους αντάρτες ν’ αναχαιτίσουν τον εχθρό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ριπές πολυβόλων, φωτοβολίδες και όλμοι δίνουν το σύνθημα ότι αρχίζει πολυμέτωπη επίθεση στην πόλη. Οι μάχες διαδραματίζονται σ’ όλες τις γειτονιές της Κοκκινιάς, ενώ τα μέτωπα των συγκρούσεων συγκλίνουν στο κέντρο της. Η υπεροπλία των Γερμανών και η συνεργασία των ντόπιων δωσίλογων καταλήγουν στη σύλληψη των πρώτων αιχμαλώτων και τη μεταφορά τους με φορτηγά στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.[3]
     Προς το ξημέρωμα της 17ης Αυγούστου, κοντά στις 2:30΄ το πρωί ξεκινά το δράμα της ομαδικής εξόντωσης που θα κορυφωθεί όταν ανέβει ο ήλιος. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές: Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί, Ρέντη, Κερατσίνι, Φάληρο, Πειραιά. Ο κλοιός σφίγγει ασφυκτικά γύρω από την πόλη,  στην οποία καταφθάνει μαζί με τους κατακτητές και το μηχανοκίνητο τμήμα του δωσίλογου Ν. Μπουραντά. Την ώρα που ο κόσμος κοιμάται, 3.000 Γερμανοί κι Έλληνες ταγματασφαλίτες εισβάλλουν βαριά οπλισμένοι στην Κοκκινιά.[4]
     Μετά τις 6:00΄ ακούγονται τα χωνιά των ταγματασφαλιτών: «Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άντρες από 14 έως 60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου». Πανικός κυριαρχεί παντού. Οι στέγες, οι καταπακτές και τα πηγάδια αποτελούν τις κρυψώνες των αρρένων Κοκκινιωτών. Οι πόρτες των φτωχικών παραγκόσπιτων γκρεμίζονται με υποκόπανους, ενώ οι αγωνιστές σέρνονται με κλωτσιές και βρισιές στον τόπο του μαρτυρίου. Όσοι δεν υπακούν την εντολή εκτελούνται επιτόπου στα σπίτια τους. Η  αντίσταση των ΕΛΑΣιτών πνίγεται στο αίμα.[5]
     Γύρω στις 8:00΄ η πλατεία της Οσίας Ξένης κι οι γύρω δρόμοι ξεχειλίζουν από κόσμο. Χιλιάδες άτομα συγκεντρώνονται και χωρίζονται σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους, έτσι ώστε οι κουκουλοφόροι να υποδεικνύουν ποιος θα θανατωθεί. Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι μες στον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο. Αρκετοί λιποθυμούν κι εναγωνίως ζητούν λίγες σταγόνες νερό. Όσες γυναίκες προσπαθούν να πλησιάσουν τους κρατούμενους για να τους προσφέρουν νερό κακοποιούνται μπροστά σε όλους. Στην πλατεία οι κουκουλοφόροι προδότες ξεδιαλέγουν τους -προς εκτέλεση- μελλοθάνατους. Ο τόπος της εκτέλεσης είναι κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης στη μάντρα ενός ταπητουργείου, στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θείρων. Ο Γερμανός δήμιος που βρίσκεται στο πόστο του μέσα στη Μάντρα πίνει ούζο κι εκτελεί αναφωνώντας «άλλε (alle) κόμμουνιστ καπούτ» (όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν). Η φράση αυτή μαρτυρά το μένος των Γερμανών και των συνεργατών τους για τους κομμουνιστές, ενάντια στους οποίους έστρεψαν πρωτίστως την οργή τους, γιατί αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της Αντίστασης. Η εικόνα είναι αποτρόπαια. Σωρός τα πτώματα τσουβαλιασμένα το ένα πάνω στ’ άλλο και το αίμα δυο πήχες να γλείφει το δάπεδο. Οι Γερμανοί δίνουν διαταγή στους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Καθώς παλεύουν με τα κουφάρια για να βρουν τα πολύτιμα αντικείμενα πέφτουν ξέπνοοι από τα γερμανικά πολυβόλα.[6]
     Μια ομάδα ανταρτών -με επικεφαλής την ξακουστή αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη- κρύβονται στο βόρειο τμήμα της πόλης στα σπίτια συναγωνιστών. Η περιοχή  ζώνεται από τους Γερμανούς στις φλόγες. Από τα 90 σπίτια καίγονται ολοσχερώς τα 80 στη συνοικία του 4ου Καραβά  που ονομάζεται Καμένα. Το κρησφύγετο της ομάδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ -όπου συμμετείχε η Κουμπάκη- αποκαλύπτεται, η αντάρτισσα συλλαμβάνεται κι οδηγείται με άγριο ξυλοδαρμό στη Μάντρα, όπου θ’ αφήσει αγέρωχη την τελευταία πνοή της.[7]
     Η αυλαία της τραγωδίας κλείνει γύρω στις 18:00΄ με το ξεδιάλεγμα 8.000 ομήρων. Η πόλη μυρίζει θάνατο. Η Κοκκινιά μετρά τους νεκρούς της, οι οποίοι ξεπερνούν τους 148. Στη Μάντρα του Μπλόκου εκτελέστηκαν εκείνη την ημέρα 72 άντρες -τα ονόματα των οποίων έγιναν εκ των υστέρων γνωστά- και δυο γυναίκες, η Διαμάντω Κουμπάκη και η Αθηνά Μαύρου. Την επαύριον ο λαός της Κοκκινιάς πενθεί και ξεπλένει τ’ ανεξίτηλα σημάδια του αίματος με συνεχή αντίσταση. Η αντιπαράθεση  με τον ξένο κατακτητή και τα ντόπια φερέφωνά του αποτελεί την  αγωνιστική παρακαταθήκη του λαού της Κοκκινιάς, που πλήρωσε βαρύτατο φόρο τιμής κι αίματος στο ιστορικά αλησμόνητο Μπλόκο της πόλης.[8]
        Σημειώνουμε, επίσης, ότι θύματα υπήρξαν και στο σαρανταήμερο μνημόσυνο των νεκρών του Μπλόκου, όταν οι Γερμανοί χτύπησαν- από το πολυβολείο που έστησαν στον Καραβά- αθώους πολίτες που βρίσκονταν στην πλατεία μετά την επιμνημόσυνη δέηση στο Ναό της Οσίας Ξένης.
     Η απελευθέρωση ήρθε λίγο αργότερα. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 ξημέρωσε η μέρα της λευτεριάς. Μετά από τρεισήμισι χρόνια σκλαβιάς και θυσιών ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους για να γιορτάσει τη δική του Ανάσταση, αφού πρώτα υπέστη τη σταύρωση στα πρόσωπα τόσων αδικοχαμένων πατριωτών αγωνιστών.
[1] Ηλεκτρονικό Ιστορικό Αρχείο της ΕΡΤ.
[2] Βαμβακάς Μ., Ζέρβα Θ., κ. ά., Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ό. π., σ. 45-47.
[3] Στο ίδιο, σ. 46.
[4] Στο ίδιο, σ. 47.
[5] Στο ίδιο, σ. 47-48.
[6] Στο ίδιο, σ. 49-50.
[7] Στο ίδιο, σ. 50.
[8] Στο ίδιο, σ. 56-57.

Σύγχρονη Νίκαια

    Η Νίκαια σήμερα είναι μια σύγχρονη πόλη, η οποία διατηρώντας κάποια από τα παραδοσιακά στοιχεία της και κρατώντας άσβεστες τις ιστορικές μνήμες του παρελθόντος, διεκδικεί δυναμικά το παρόν της δημιουργώντας, έτσι, την παρακαταθήκη του μέλλοντος.
    Το πολυπληθές ανθρώπινο δυναμικό της,  σύμφωνα με την απογραφή του 1991 άγγιξε τους 87.700 κατοίκους, ενώ το 2001 απογράφηκαν 93.086 δημότες. Στην πραγματικότητα ο πληθυσμός ανέρχεται περί τους 120.000 κατοίκους,  αφού στην πόλη ήρθαν και κατοίκησαν -κυρίως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- άτομα από την επαρχία, ενώ  το έμψυχο υλικό της εμπλουτίζεται διαρκώς, λόγω της έντονης (εσωτερικής κι εξωτερικής) μετανάστευσης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.
    Πολλά έργα πραγματοποιήθηκαν με τις προσπάθειες  των δημοτικών αρχών και την επικουρία των δημοτών, άλλα σχεδιάζονται κι άλλα εκκρεμούν μέχρι να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο περάτωσής τους. Το σύγχρονο πρόσωπο της πόλης διαμορφώνεται, όσο το δυνατόν πιο λειτουργικό και πρόσφορο για την αξιοπρεπή, δημιουργική και αναπτυξιακή διαβίωση των κατοίκων μέσα στα νέα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα.
    Ο Δημοτικός Κήπος, ο λόφος της Δεξαμενής, ο ευρύτερος διαμορφούμενος χώρος του Σελεπίτσαρι μες στον οποίο εντάσσεται το Κατράκειο θέατρο, οι πλατείες, οι παιδικές χαρές προσφέρουν χώρους περιπάτου κι αναψυχής. Ο δημότης της Νίκαιας έχει τη δυνατότητα να επιλέξει διάφορα σημεία στην πόλη, όπου δύναται να εκτονώσει δημιουργικά τις όποιες πολιτιστικές, αθλητικές, κοινωνικές ανάγκες κι ανησυχίες του.

Πολιτισμικές εστίες – Πολιτιστικοί χώροι

1. Το Κατράκειο Θέατρο, χωρητικότητας 5.500 θεατών, όπου λαμβάνουν χώρα οι περισσότερες εκδηλώσεις του Πολιτιστικού Καλοκαιριού, το οποίο  πραγματοποιείται το μήνα Σεπτέμβριο και συγκεντρώνει θεατές από ολόκληρο το Λεκανοπέδιο Αττικής. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική εκδήλωση του Δήμου, στα πλαίσια της  οποίας -στο Κατράκειο και στους υπόλοιπους πολιτιστικούς χώρους της πόλης- φιλοξενούνται ποικίλες εκδηλώσεις, κυρίως μουσικές, θεατρικές και άλλες.
2. Το Δημοτικό Κηποθέατρο, το οποίο βρίσκεται μέσα στο Δημοτικό Κήπο της Νίκαιας, επί της οδού Κύπρου και Προύσσης, χωρητικότητας 700 ατόμων. Το Κηποθέατρο ανακαινίστηκε το 2004, φιλοξενεί έναν αριθμό  εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Καλοκαιριού  και το μεγαλύτερο μέρος του ετήσιου Μαθητικού Φεστιβάλ, την καταληκτική γιορτή των σχολείων της πόλης.
3. Το Θεατράκι της Δεξαμενής, το οποίο βρίσκεται στο λόφο του Αγίου Φίλιππα, επί της οδού Ακροπόλεως,  χωρητικότητας 70 ατόμων, όπου πραγματοποιούνται  εκδηλώσεις φορέων σ’ ένα μικρό φιλόξενο θερινό χώρο.
4. Το Θεατράκι της πλατείας Χαλκηδόνας, το οποίο βρίσκεται μες στην πλατεία  Χαλκηδόνας, όπου πραγματοποιούνται εκδηλώσεις διαφόρων φορέων, ενώ στον υπόγειο χώρο του φιλοξενούνταν επί σειρά ετών  η Σχολή Αγιογραφίας του Δήμου.
5.  Δημοτικός Κινηματογράφος: “Σινέ Νίκαια”. Στη Νίκαια λειτουργεί από τον Ιούνιο μέχρι το Σεπτέμβριο θερινός κινηματογράφος, το “Σινέ Νίκαια”, στον πολιτιστικό πολυχώρο “Μάνος Λοΐζος”, ο οποίος διαθέτει 100 καθίσματα. Ο κινηματογράφος απόκτησε το δικό του κινηματογραφόφιλο κοινό, το οποίο επιλέγει τον καταπράσινο χώρο του για τις θερινές προβολές, συνδυάζοντας την απόλαυση της ταινίας με την άνεση και την οικειότητα του χώρου.
    Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις το Δήμου και των μαζικών φορέων της πόλης πραγματοποιούνται σε διάφορους πολιτιστικούς χώρους, όπως στην αίθουσα εκδηλώσεων του  Δημαρχείου, στις αίθουσες του πολιτιστικού πολυχώρου “Μάνος Λοΐζος”, στις 9 πλατείες της πόλης, στα προαναφερθέντα θέατρα, στο Χαμάμ, στηΜάντρα του Μπλόκου.
    Επίσης, στην πόλη λειτουργούν η αίθουσα εκδηλώσεων της Ένωσης Ποντίων Νίκαιας-Κορυδαλλού, η οποία ανήκει στην Ένωση Ποντίων Νίκαιας-Κορυδαλλού, επί των οδών Κιλικίας και Καισαρείας, καθώς κι η αίθουσα Σμυρναίων, επί των οδών 28ης Οκτωβρίου και Παντελή Νικολαΐδη. Αμφότερες, φιλοξενούν πληθώρα εκδηλώσεων των φορέων της Νίκαιας, πέρα απ’ τις εκδηλώσεις των μελών τους.
    Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δήμος Νίκαιας διαθέτει μια αξιόλογη σειρά με έργα μεγάλων ζωγράφων, τα οποία εκτίθενται κατά κύριο λόγο στην αίθουσα εκδηλώσεων, αλλά και σε άλλους χώρους του Δημαρχείου, επί της οδού Π. Τσαλδάρη 10. Η συλλογή περιλαμβάνει 211 έργα, τα οποία είναι εικαστικές   δημιουργίες   περισσότερων   των  80  καλλιτεχνών, τα οποία κοσμούν τους χώρους και την αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχείου.

Ιστορικοί χώροι

  1. Η Μάντρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς. Πρόκειται για τον πλέον ιστορικό χώρο της πόλης, τον τόπο όπου μαρτύρησε κι άφησε τη στερνή του πνοή πλήθος αγωνιστών/δημοτών (αντρών και γυναικών)  στο ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου του 1944, στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής.

    Το κτιριακό συγκρότημα της Μάντρας της Κοκκινιάς, που βρίσκεται επί των οδών Κιλικίας και Ηλιουπόλεως, αποτελείται από τρεις ενότητες: τo κτίριο που στεγάζεται σήμερα το “Μουσείο Εθνικής Αντίστασης” με τις φωτογραφίες των εκτελεσμένων, τον περιβάλλοντα χώρο (κήπο) κι ένα μονόκλιτο κέλυφος κτιρίου χωρίς στέγη, όπου το καλοκαίρι πραγματοποιούνται επιλεγμένες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, όπως κουαρτέτα εγχόρδων, ποιητικές βραδιές κι άλλες εκδηλώσεις τέχνης και μνήμης, οι οποίες συνάδουν με την ιερότητα του θυσιαστικού χώρου. Το Μνημείο  είναι επισκέψιμο, ανοιχτό για το κοινό και τα σχολεία της πόλης, καθώς και για όποιο άτομο ή φορέα επιθυμεί να γνωρίσει από κοντά την ιστορική Μάντρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς.

  2. Το Παλιό Χαμάμ. Το περίφημο Χαμάμ της πόλης, τα δημόσια λουτρά που μεριμνούσαν για την καθαριότητα, την περιποίηση και την αισθητική φροντίδα των λουομένων δημοτών, βρίσκεται επί των οδών Μυλασών και Αρμενίων Προσκόπων -στην αυλή του 3ου Γυμνασίου Νίκαιας- και λειτουργεί ως αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου και άλλων φορέων.

  3. Το Εκκλησιαστικό Μουσείο εντός του Μητροπολιτικού Μεγάρου, επί της οδού Κύπρου και Θείρων, το οποίο φιλοξενεί την εκκλησιαστική κληρονομιά (πολύτιμα σκεύη, ιερά αντικείμενα, εκκλησιαστικά βιβλία κ.ά.).

    Μνημεία

    Στο  Δήμο    Νίκαιας  συναντάμε  τα εξής  μνημεία   και τιμητικές πλάκες:
    1.  Το Ηρώο της Πόλης, το οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος και
    βρίσκεται στην Πλατεία 17ης Αυγούστου 1944 (Οσία Ξένη).
    2.  Το Μνημείο των Πεσόντων στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, το οποίο βρίσκεται στο
    Γ΄ Νεκροταφείο.
    3.  Πλάκες τιμής και μνήμης αφιερωμένες στους πεσόντες του Μπλόκουβρίσκονται
    στα εξής σημεία: Πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου,  Πλατεία 4ου συγκροτήματος
    (Τζαβέλα και Λακωνίας), Πλατεία Αθηνάς Μαύρου, Πλατεία Ηρώων
    (Γρηγορίου Ε’ και Ροδοπόλεως), Αρμένικα (Ακροπόλεως και Αρτέμιδος),
    Κ. Γέμελου και Μαινεμένης.
    4.  Τιμητική πλάκα επί των οδών Κασταμονής και Ιωνίας.
    5.  Την προτομή Διαμάντως Κουμπάκη στην ομώνυμη πλατεία.
    6.  Το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου στην ομώνυμη πλατεία.
    7.  Μνημείο αφιερωμένο στη Μάχη της Κοκκινιάς στην Πλατεία Δαβάκη.
    8.  Το άγαλμα  του  Αφανούς  Προσκόπου, το  οποίο  φιλοτεχνήθηκε  από το γλύπτη
    Γιάννη Τρέζο, επί των οδών Π. Ράλλη και Χριστοπούλου.
    9.   Το άγαλμα του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου στην Πλατεία Δαβάκη.
    10.  Την Προτομή των Αμερικανίδων Κυριών στην οδό 7ης Μάρτη 1944.
    11.  Το άγαλμα της Μικρασιάτισσας Μάνας, το οποίο φιλοτεχνήθηκε από το γλύπτη
    Γεώργιο Γεωργιάδη στην Πλατεία Δημοκρατίας.
    12.  Το άγαλμα του Αρμενίου Δασκάλου Σιμόν Ζαβαριάν, επί της οδού Ν. Μπελογιάννη
    (δίπλα στο αρμένικο σχολείο).
    13.  Το Άγαλμα του Μάνου Κατράκη, το οποίο φιλοτεχνήθηκε
    από το γλύπτη Μέμο Μακρή, στο Κατράκειο Θέατρο.
     

    Εκδόσεις με την υποστήριξη του Δήμου Νίκαιας

    Φοίνιξ Νικαίας
    (περιοδικό, Μάρτιος-Ιούνιος 1974)
    Δήμος Νίκαιας, Αρχείο Δημοτικής Βιβλιοθήκης
    *
    Ενημερωτικό Δελτίο Δήμου Νίκαιας
    (περιοδικό,  Ιούνιος-Δεκέμβριος 1977)
    Δήμος Νίκαιας, Αρχείο Δημοτικής Βιβλιοθήκης
    *
    Κανονισμός Λειτουργίας Δημοτικού Συμβουλίου (1995-1998)
    Δήμος Νίκαιας, 1995
    *
    Το σχολείο μας… Ιστορικό λεύκωμα 6ου Δ.Σ.Ν.
    Δήμος Νίκαιας, 1998
    *
    H Γ’ ηλικία σήμερα: Πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις
    Δήμος Νίκαιας, 1999
    *
    Στιχάκια για πρωτάκια
    Άκης Παράσογλου, εικονογράφηση ΡΕΝΑΤΕ, Δήμος   Νίκαιας, 1999
    *
    ΚΑΠΗ: Μπροστά στην πρόκληση του 21ου αιώνα
    Δήμος   Νίκαιας, 2000
    *
    Προσκοπική Νίκαια 1923-2000
    Πάτρας Γιάννης, Παπαληθείου Γρηγόρης
    Δήμος Νίκαιας, 2002
    *
    Ολυμπιακοί Αγώνες. 28 αιώνες Ιστορία, Αθλητισμός, Πολιτισμός
    Δήμος Νίκαιας, Ειδικές Εκδόσεις Λαμπρόπουλος, Αθήνα, 2000
    *
    Μικρασιατικός Ελληνισμός: Οδοιπορικό Θανάτου και Ανάστασης
    Γιάμαλη Χατζηιωάννου Ε.,   Δήμος Νίκαιας,  2001
    *
    Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας
    Δήμος Νίκαιας, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2002
    *
    Καλώς ήλθατε στη Νίκαια. Welcome in Nikaia
    (φυλλάδιο) Δήμος Νίκαιας, 2004 
    *
    Ολυμπιακοί Αγώνες. Νίκαια 2004
    Μάνος Γρηγοριάδης, Νίκαια, 2004
    *
    Ολυμπιακοί Αγώνες. Από το χθες στο σήμερα. 5ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας
    Δήμος Νίκαιας, 2004
    *
    Οι εξελίξεις στην Παιδεία και ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
    Δήμος Νίκαιας. Δημοτική Επιτροπή Παιδείας. Τμήμα Παιδείας
    Πρακτικά Ημερίδας Δήμου Νίκαιας 2-4-2005
    Δήμος Νίκαιας, 2005
    *
    Λεύκωμα για το Μπλόκο της Κοκκινιάς
    Δήμος Νίκαιας, 2004 
    *
    Περπατώντας στο όρος Αιγάλεω
    Σκευούλα Τσελέκου – Ηλίας Μπαρούνης
    Δήμος Νίκαιας, 2008
     

    Οπτικοακουστικά Μέσα

    Κασέτα ήχου. Κουκλοθέατρο «Τα τρία δώρα»
    Δήμος Νίκαιας, 1990
    *
    C.D.-RΟΜ. Ο Δήμος Νίκαιας προς το 2004
    Δήμος Νίκαιας, επιμέλεια aropsi  NET, 2002
    *
    CD. Τα Τραγούδια της Κοκκινιάς 2007
         Ο Δήμος Νίκαιας σε συνεργασία με το Μουσικό Συγκρότημα Δρόμος παρουσιάζει για πρώτη φορά ένα μουσικό εγχείρημα αφιερωμένο στην πολύπαθη και πολύτιμη ιστορία της πόλης. Ένα ταξίδι στο παρελθόν με οδηγό το λαϊκό τραγούδι, μια από τις παραστατικότερες εκφάνσεις του πολιτισμού των προσφύγων.
     

    Πολιτιστικοί Φορείς

        Ο Δήμος μας είναι μέλος του δικτύου των 37 μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδας, εξαιτίας του πλήγματος που υπέστη την περίοδο 1940-1945 από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Ως ενεργό μέλος συμμετέχει στις διάφορες εκδηλώσεις του δικτύου. Κορυφαία ιστορικά γεγονότα είναι η ξακουστή Μάχη της Κοκκινιάς και το αιματηρό Μπλόκο της πόλης.
          Στο Δήμο μας λειτουργούν, επίσης:
    • 9 εκπολιτιστικοί/εξωραϊστικοί σύλλογοι
    • 9 προσφυγικά σωματεία
    • 8 αρμένικα σωματεία
    • 3 αντιστασιακά σωματεία
    • 3 σωματεία προσκόπων
    • 37 αθλητικά σωματεία
    • 52 διάφοροι σύλλογοι
       

      Ελληνική & ξένη Βιβλιογραφία

      ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
      Βαμβακάς Μ., Ζέρβας Θ., κ.ά,  Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, Δήμος Νίκαιας 2004.
      *
      Γιαμαλή-Χατζηιωάννου Ε., Μικρασιατικός Ελληνισμός: Οδοιπορικό Θανάτου και Ανάστασης,  εκδ. Δήμου Νίκαιας 2001.
      *
      ΕΡΤ, Ψηφιακό Ηλεκτρονικό Αρχείο.
      *
      Μιχαηλίδης Σίμος, Η Γέννηση της Κοκκινιάς, Πειραιάς 1993.
      *
      Μιχελή Λ., Προσφύγων Βίος και Πολιτισμός, εκδ. Δρώμενα, Αθήνα 1992.
      *
      Μιχελή Λ., Πειραιάς. Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής,
      Αθήνα 1988.
      *
      Νικολήνταγια Κ. (μαρτυρία), Έξοδος, τομ. Α’,
      εκδ. Εταιρείας Μικρασιατικών Σπουδών,
      Αθήνα 1980.
      *
      Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια 2003.
      *
      Γιώργης Παπάζογλου, Αγγέλα Παπάζογλου,
      Πρόγραμμα Θεατρικής Παράστασης 1999 με την Άννα Βαγενά.
      *
      Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, Δήμος Νίκαιας, Αθήνα  2002.

      ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
      Bourne J. Bruscino S. κ.ά, 1922. Ο μεγάλος ξεριζωμός. Η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία, Νational Geographic 1925.
      *
      Hirschon R., Heirs of the Greek Catastrophe. The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus, εκδ. οικ. Berghahn Books,  N.Y. & Oxford 1988/1989.
      *
      Hirschon R., Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής, Μ.Ι.Ε.Τ. 2004. 
      ————————————————————————————————————————-

      Το παραπάνω κείμενο το δανειστήκαμε από την ιστοσελίδα 
      του Δήμου Νικαίας – Αγ.Ι.Ρέντη

Advertisement