Ιστορική εξέλιξη
Ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη εντάσσεται στην ευρύτερη περιοχή που ταυτίζεται με τον αρχαίο Δήμο της Ξυπετής, που παλιότερα ονομαζόταν Δήμος Τρώων ή Τροία, ο οποίος μαζί με τους δήμους Φαληρέων, Θυμοιταδών και Πειραιέων αποτελούσαν το «Τετράκωμον Ηράκλειον».
Η ιστορία του Δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη ανάγεται χρονικά στο απώτατο παρελθόν. Το 358 π.Χ., ο Επίκουρος ίδρυσε την περίφημη φιλοσοφική του σχολή στο επονομαζόμενο “Ρένδιον Πεδίον”, που ηχητικά -τουλάχιστον- μας παραπέμπει στ’ όνομα Ρέντης. Από τον 6ο π.Χ. έως τον 2ο αι. μ.Χ. ο τόπος κατοικήθηκε απ’ τους Ιπποθοωντίδες, μια απ’ τις ισχυρότερες και πλουσιότερες φυλές της Αθήνας, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με την εκτροφή ίππων, πολεμικών αλόγων τα οποία εξόπλιζαν μαζί με το οικείο στρατιωτικό σώμα. Οι Ιπποθοωντίδες -σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες- μετανάστευσαν απ’ την Ιωνία και κατοίκησαν σε πολλούς από τους αρχαίους αττικούς δήμους του δυτικού λεκανοπεδίου, απ’ τη Δεκέλεια έως τον Πειραιά.[1]
Από τον 1ο έως τον 12ο μ.Χ. αιώνα η περιοχή υπαγόταν στο Δήμο των Ελαιέων, ενώ μετά από σιγή αρκετών χρόνων έγινε γνωστή με τ’ όνομα “Ρέντης” ή “Άγιος Ιωάννης Ρέντη”. Ετυμολογικά “Ρέντης” σημαίνει “εκ των έσω ρέον ύδωρ”, ονομασία με την οποία εμφανίζεται κατά τον 16ο αι. για να τη διατηρήσει μέχρι τις μέρες μας, ενώ η επωνυμία “Άγιος Ιωάννης Ρέντη” πηγάζει απ’ την ύπαρξη του ομώνυμου ναού, ο οποίος θεωρήθηκε οικογενειακός της επιφανούς οικογένειας των Ρέντηδων ή Ρένδηδων, η οποία άκμασε στους χρόνους της Φραγκοκρατίας.[2]
Τον 20ο αιώνα συστήθηκε -από τμήματα των Δήμων Αθηνών και Πειραιώς- ως αυτόνομη Κοινότητα με την επωνυμία: Κοινότητα Αγίου Ιωάννη Ρέντη (Προεδρικό Διάταγμα της 16/2/1925), ενώ το Σεπτέμβριο του 1946 ανακηρύχθηκε σε Δήμο, με τ’ όνομα: Δήμος Αγίου Ιωάννη Ρέντη (105Β Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύθηκε στο υπ. αρ. 290, τεύχος Α, ΦΕΚ). [3]
ό. π., σ. 11, 20.
[2] στο ίδιο, σ. 23 και Αναλυτή Β., Πολεοδομική εξέλιξη και κοινωνική κατοικία
στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη,Δήμος Αγίου Ιωάννη Ρέντη, 2007, σ. 17-19.
[3] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 55, 100.
Αρχαία ίχνη
Απ’ την περιοχή του Δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη προέρχονται και φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο τα εξής αρχαία ίχνη: 1. επιτύμβιος ναΐσκος του Αλέξου, ο οποίος βρέθηκε το 1902 (αρ. 2574), 2. μαρμάρινη επιτύμβια λήκυθος, η οποία ανακαλύφθηκε το 1948 στην οδό Πειραιώς μετά τη γέφυρα του Κηφισού (αρ. 3945), 3. επιτύμβια μαρμάρινη στήλη, που βρέθηκε το Μάρτιο του 1952 στη γωνία των οδών Πειραιώς και Πρωτοπαπαδάκη (αρ. 4006).[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 21.
Ιστορική και πολεοδομική εξέλιξη (19-20 αι.)
Λόγω της αφθονίας των υδάτων, η γη του Αγίου Ιωάννη Ρέντη χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την καλλιέργεια των κηπευτικών, όπου υπήρχε σταθερό έδαφος ανάμεσα στα τενάγη που συγκεντρώνονταν προς το μέρος της παραλίας. Παράλληλα διατηρούνταν -παρά τις πολεμικές καταστροφές από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και επί οθωμανικής κυριαρχίας- ο Ελαιώνας, ο οποίος φαινόταν ν’ αναγεννιέται διαρκώς μέσα από τις στάχτες του προσδίδοντας στην περιοχή μια φυσική ομορφιά ιδιαίτερου κάλλους. Ο Ελαιώνας, τα λείψανα του οποίου διατηρούνται μέχρι σήμερα φιλοξενώντας μεμονωμένα δένδρα βεβαιωμένης ηλικίας πάνω από χίλια έτη, παρέμεινε ανθηρός μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 εκτεινόμενος απ’ την παραλία του Φαλήρου έως την Κηφισιά.
Κατά την προεπαναστατική περίοδο δεν συναντάμε οργανωμένους ή συγκεντρωμένους οικισμούς, παρά μόνον αγροτικές κατοικίες μεμονωμένων καλλιεργητών, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για εποχιακές εργασίες. Το είδος αυτών των κατοικιών ήταν σύνηθες στις αγροτικές περιοχές που βρίσκονταν κοντά σε πόλη, γιατί εκεί διέμενε -σε μόνιμη βάση- ο πληθυσμός των εργαζόμενων καλλιεργητών.
Σε παλαιότερους χάρτες -μετά την απελευθέρωση και μέχρι τα μέσα του 19ου αι.- ο Ρέντης χαρτογραφείται με ποτάμια, καλλιέργειες, τενάγη, τον Ελαιώνα, αλλά δεν παρατηρούνται πουθενά οικιστικά ίχνη. Διάσπαρτα ξωκλήσια -ενταγμένα στα διάφορα κτήματα- κατακλύζουν την περιοχή, η οποία διασχίζεται εκτός από ποταμούς κι από δρόμους, όπως το δρόμο του Μοριά, τη σημερινή Ιερά Οδό.
Στα τέλη του 19ου αι. ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα στις αντιτιθέμενες καταστάσεις, που υπαγορεύονται απ’ τις γενικότερες πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής: τη βιομηχανία της περιοχής Ρουφ-οδού Πειραιώς και τη μεγαλοαστική χρήση της ακτής, αν και μέχρι τότε διατηρούνταν ακόμη ο γεωργικός χαρακτήρας της περιοχής. Ήδη στους χάρτες του 1875 εμφανίζονται στην ευρύτερη περιοχή κάποιες βιομηχανίες, ενώ στις αρχές του 20ου αι. στο Ρέντη χαρτογραφούνται διάσπαρτα κτίσματα στα κτήματα των καλλιεργητών, ενώ μερικά συγκεντρώνονται γύρω από την ιστορική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.[1]
Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. προτείνεται να μεταφερθούν τα εργοστάσια και τα “βιομηχανουργεία” του Πειραιά στην περιοχή του Ρέντη, προκειμένου να υπάρξει ανάπτυξη στα βορειοανατολικά, σκέψη που εγκαταλείπεται σύντομα. Περί τα 1912 η περιοχή του Αγίου Ιωάννη Ρέντη περιγράφεται, ακόμη, ως ένας μικρός εξοχικός συνοικισμός -σε απόσταση μιας ώρας από την Αθήνα και 45 λεπτά απ’ τον Πειραιά- το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου υπαγόταν στο Δήμο Πειραιά και το υπόλοιπο στο Δήμο Αθηναίων.[2]
Όσον αφορά τις υποδομές, ο Ρέντης έδινε νερό στον Πειραιά απ’ το 1850 έως το 1932. Όταν περί το 1926 το νερό έγινε υφάλμυρο, λόγω της υπερβολικής και διαρκούς άντλησης, παρατηρείται ελάττωση της παραγωγής των δενδροκαλλιεργειών και της κτηνοτροφίας, εκτός της ελιάς και της συκιάς, οι οποίες εξακολουθούν να φύονται δυναμικά στην περιοχή.
Η έλλειψη, επίσης, υπονόμων στην Αθήνα είχε ως αποτέλεσμα σε κάθε βροχή οι κατωφερείς δρόμοι να μεταβάλλονται σε απειλητικούς χείμαρρους. Στις 14 Νοεμβρίου 1896 -μετά από συνεχή βροχή δεκατεσσάρων ωρών- 17 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην πλημμύρα του Κηφισού, όπου προκλήθηκαν μεγάλες υλικές καταστροφές. Ανάλογες καταστροφικές πλημμύρες καταγράφονται το 1905, το 1912 και το 1934, καταμετρώντας στον τραγικό απολογισμό τους και ανθρώπινα θύματα.[3]
[2] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 29-40.
[3] στο ίδιο, σ. 41-42.
Οικιστική ανάπτυξη του Ρέντη τον 20ο αι.
Παρακάτω ταξινομούνται κατά δεκαετίες οι σημαντικότερες εξελίξεις της οικιστικής ανάπτυξης του Ρέντη τον 20ο αι..
Δεκαετία ’20
Κοινοτική αυτονόμηση Ρέντη, 1925
Προσφυγική εγκατάσταση, πρώτος οικισμός, οικισμός Σταματάκη
Δεκαετία ’30
Προσφυγικός οικισμός Απόλλωνα, 1932
Προσφυγικά κεντρικής πλατείας, 1937-1939
Πρώτο σχέδιο Πόλεως, 1935
Δεκαετία ’40
Δεν παρατηρείται ιδιαίτερη ανάπτυξη λόγω Κατοχής κι Εμφυλίου
Δεκαετία ’50
Έναρξη διαδικασίας “ιδιωτικής πολεοδόμησης”
Συγκροτήματα Εργατικής Κατοικίας
Δεκαετία ’60
Επέκταση “ιδιωτικής πολεοδόμησης”
Άναρχη δόμηση οικισμών – κατασκευαστικός επεκτατισμός αυθαιρέτων
Αύξηση θέσεων εργασίας στην περιοχή ως επακόλουθο της εκβιομηχάνισης
Οικοδομική έκρηξη γύρω στο 1967
Δεκαετία ’70 – Αρχές Δεκαετίας ’90
Ελαχιστοποίηση ανοικοδόμησης
Ανυπαρξία πολεοδόμησης
Ο βιομηχανικός χαρακτήρας της περιοχής δημιουργεί αποτρεπτική
εικόνα, όσον αφορά την κατασκευή κατοικιών υψηλών ποιοτικών
προδιαγραφών
Μείωση των θέσεων εργασίας λόγω αποβιομηχάνισης
Συνεπακόλουθη απομάκρυνση του πληθυσμού
Αρνητικές επιπτώσεις των παραπάνω στην ανάπτυξη της κατοικίας
Δεκαετία ’90 έως τις μέρες μας
Νέα εποχή ανοικοδόμησης [1]
ό. π., σ.8.
Ο εποικισμός της περιοχής
Το 1920 η περιοχή του Αγίου Ιωάννη Ρέντη υπαγόταν διοικητικά στο Δήμο Πειραιώς και το Δήμο Αθηναίων κι αριθμούσε αντιστοίχως -στην ίδια απογραφή- 572 και 885 κατοίκους, σύνολο καταγεγραμμένων δημοτών 1457, οι οποίοι ήταν στην πλειονότητά τους καλλιεργητές απ’ τα νησιά (Νάξο κ.ά.).
Μετά το 1850 κατέφθασαν σποραδικά -στην ευρύτερη περιοχή του Ρέντη- Νάξιοι, Αιγινήτες και Ανδριώτες, προκειμένου να εργασθούν ως εργάτες και ψυχογιοί. Συγκεντρώνοντας τα πρώτα τους χρήματα αγόρασαν μια μικρή έκταση και μερικά ζώα -κυρίως αγελάδες- και προσπαθούσαν να επιβιώσουν, όντας εργατικοί, νοικοκυραίοι, οικογενειάρχες. Φαίνεται πως δούλευαν επίμονα και σκληρά -γυναίκες κι άντρες- προκειμένου να στεριώσουν και να προκόψουν, πράγμα το οποίο τελικά κατάφεραν.
Η γεωγραφική προέλευση των πρώτων κατοίκων της περιοχής ήταν νησιωτική: Ναξιώτες, Αιγινήτες, Χιώτες, Κρητικοί, ενώ δεν έλειψαν -ως έποικοι- οι Αθηναίοι κι οι Πειραιώτες. Κάτοικος του Ρέντη ήταν κι ο φημισμένος μπάρμπα Γιάννης ο Κανατάς ή αλλιώς Ιωάννης Προβελέγγιος απ’ τη Σίφνο. Κάποιοι δημιούργησαν περιουσίες κι έκαναν το Ρέντη -στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου– ένα προάστιο του Πειραιά, με ανθόκηπους και βίλες, ιδιοκτησίες των πλουσιότερων κατοίκων και των μεγαλοϊδιοκτητών.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 42-44.
Ο Ρέντης ως γεωργική περιοχή
Την τρίτη δεκαετία του 20ου αι. ο νομικός Στυλιανός Λελούδας εκπονεί για την Αθήνα ένα σχέδιο, το οποίο τιτλοφορεί Αθήναι αι ευρύτεραι, στο οποίο ορίζει “το άστυ” στο σημερινό κέντρο των Αθηνών, το “επίνειον” στον Πειραιά, ως “στρατιωτική περιοχή” αναφέρει το Χαϊδάρι, ως “περιοχή αναψυχής” το Φαληρικό Όρμο και ως “γεωργική περιοχή” όλο τον Ελαιώνα -απ’ την Κηφισιά μέχρι το Μοσχάτο- στην οποία εντάσσεται κι ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη συγκομιδή των χρυσάνθεμων, των οποίων η καλλιέργεια ανθούσε στην περιοχή. Γνωστή είναι η σχετική γιορτή του χρυσάνθεμου που διοργανωνόταν ως τη δεκαετία του ’20, κατά τη διάρκεια της οποίας εκλεγόταν “η ωραιοτέρα Ατθίς”.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 52.
Ο Ρέντης στο Μεσοπόλεμο
Κατά το Μεσοπόλεμο ο Ρέντης, όντας εξοχική περιοχή, θεωρείται εκδρομικός προορισμός της εργατικής κυρίως τάξης, σε αντίθεση με το Φάληρο ή την Κηφισιά που ήταν χώροι εκδρομών της ανώτερης αστικής τάξης. Ο Ρέντης ήταν -κατεξοχήν- προσάρτημα του Πειραιά, ως εκ τούτου οι Πειραιώτες σ’ αυτόν πραγματοποιούσαν τις εκδρομές τους και τα λαχανικά που παράγονταν στην περιοχή του Ρέντη καταναλίσκονταν -ως επί το πλείστον- στον Πειραιά, αφού οι παραγωγοί τα μετέφεραν στην αγορά της περιοχής Λεύκα, πριν συγκροτηθεί η Νέα Λαχαναγορά.
Στο Μεσοπόλεμο, βόρεια του ομώνυμου σταθμού του ηλεκτρικού, δημιουργήθηκε ο οικισμός του Μοσχάτου, ο οποίος είναι κυρίως βιομηχανικός, ενώ οι ΣΕΚ έφτιαξαν το μεγάλο τους αμαξοστάσιο κι εργοστάσιο επισκευής τροχαίου υλικού μες στα όρια του Δήμου του Αγίου Ιωάννη Ρέντη. Η οδός Πειραιώς την περίοδο αυτή πιέζεται έντονα από τη βιομηχανία. Όλες οι μικρές κι οι μεγάλες παραδοσιακές βιομηχανίες της Αθήνας συγκεντρώνονται στον άξονά της, καθώς και στην περιοχή του Μοσχάτου, ενώ στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη Ρέντη εγκαθίστανται -ήδη απ’ το Μεσοπόλεμο και κυρίως μετά το 1922- πολλές βιομηχανίες. Έτσι, η αγροτική περιοχή του Ρέντη σταδιακά μετατρέπεται σε βιομηχανική περιοχή.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 52-53.
Η περιοχή ως αυτόνομη κοινότητα
Η κοινότητα του Αγίου Ιωάννη Ρέντη συστήθηκε από τμήματα των Δήμων Αθηνών και Πειραιώς, με το Βασιλικό Διάταγμα της 16/2/1925 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ υπ’ αρ. 48, τεύχος Α΄.[1]
Μέχρι και το 1926 η περιοχή περιγραφόταν ως συνοικισμός μεταξύ Αθηνών και Πειραιώς κοντά στον Κηφισό, που αντιστοιχούσε στη στάση Μοσχάτου του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς. Το ανατολικό μέρος υπαγόταν στο Δήμο Αθηναίων και το δυτικό στο Δήμο Πειραιώς.
Καθώς διηγείται ο Νικόλαος Ξηρουχάκης, κοινοτικός σύμβουλος που μετείχε στο πρώτο κοινοτικό συμβούλιο, οι οδοί του Ρέντη ήταν εγκαταλειμμένες κι απ’ τις δυο πόλεις, Αθήνα και Πειραιά, οι οποίες δεν επισκεύαζαν τους δρόμους του Ρέντη σχεδόν ποτέ, με αποτέλεσμα όταν έβρεχε να είναι αδιάβατοι. Επιπροσθέτως, η έλλειψη χρημάτων δημιουργούσε πλήθος προβλημάτων που επιτακτικά πλέον ζητούσαν την επίλυσή τους.[2]
[1] Λεύκωμα Πειραιώς, 1958, 176 – κεδκε, Λεξικό των Δήμων και Κοινοτήτων
της Ελλάδος, τομ. Αττική, Αθήναι 1964.
[2] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 55.
Το σχέδιο πόλεως
Στο Μεσοπόλεμο, ο Ρέντης περιλάμβανε οικιστικούς πυρήνες που είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στα περιβόλια και στις καλλιέργειες, όπως τον προσφυγικό συνοικισμό του Απόλλωνα, τον προσφυγικό συνοικισμό Σταματάκη, τις προσφυγικές πολυκατοικίες του Αγίου Ιωάννη, βόρεια από τον ομώνυμο ναό, ενώ βουστάσια, υποστατικά, κατοικίες καλλιεργητών, βιομηχανίες, χωματερές και τουβλάδικα ήταν διάσπαρτα παντού.
Το 1935 πραγματοποιείται το πρώτο Σχέδιο Πόλεως, το οποίο περιλάμβανε όλο το χώρο, απ’ τις προσφυγικές συνοικίες του Αγίου Ιωάννη μέχρι και τον Απόλλωνα. Το εν λόγω σχέδιο σταματούσε στην κοίτη του Κηφισού ανατολικά, στις σιδηροδρομικές γραμμές βόρεια, στην οδό Πειραιώς νότια, στα όρια του Απόλλωνα δυτικά. Το σχέδιο, το οποίο ήταν ένα υποτυπώδες ιπποδάμειο σύστημα με δυο πλατείες, η μια τετράγωνη στο ναό του Αγίου Ιωάννη κι η άλλη κυκλική πάνω από τον οικισμό του Απόλλωνα, εγκρίθηκε την ίδια χρονιά και περιλάμβανε περίπου 70 οικοδομικά τετράγωνα. Η περιοχή παρέμεινε αδόμητη μέχρι τον πόλεμο, καθώς και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ενώ ουσιαστική οικοδόμηση – τόσο εντός όσο και εκτός σχεδίου- εμφανίστηκε μετά το 1950.
Μέχρι το 1940 είχαν εγκριθεί από το Ανώτατο Πολεοδομικό Συμβούλιο δυο βιομηχανικές ζώνες, εκ των οποίων η πρώτη περιλάμβανε κάποια οικοδομικά τετράγωνα από την Κοινότητα του Ρέντη που είχαν πρόσωπο επί της οδού Πειραιώς. Η δεύτερη βιομηχανική ζώνη βρισκόταν μες στα όρια της Κοινότητας και περιλάμβανε ολόκληρο τον οικισμό του Απόλλωνα, το αμαξοστάσιο των σιδηροδρόμων, τη νότια του αμαξοστασίου περιοχή, την εντός σχεδίου απ’ το 1935.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 59-60.
Οι λαχανόκηποι
Περί το 1940 ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη αποτελούσε τον τρίτο δήμο του Λεκανοπεδίου -μετά το Χαλάνδρι και την Κηφισιά- σε εκτάσεις καλλιεργειών κηπευτικών, χωρίς να περιλαμβάνονται οι ελιές και τ’ αμπέλια του Ελαιώνα. Οι εκτάσεις αυτές δεν ήταν πάντα αμιγείς λαχανόκηποι, αλλά συχνά αναμειγνύονταν με αμπέλια κι ελιές. Ως προς το είδος των καλλιεργειών, τα επικρατέστερα καλλιεργούμενα είδη ήταν η αγκινάρα κι η πατάτα, οι οποίες χρησιμοποιούνταν και ως τροφή για τις αγελάδες που εκτρέφονταν στην περιοχή. Μετά, όμως, από τη λειψυδρία εκείνης της εποχής εγκαταλείφθηκαν ή μειώθηκαν οι συγκεκριμένες καλλιέργειες, ενώ καλλιεργούνταν συστηματικά κι άλλα χειμερινά λαχανικά, όπως χορταρικά, κουνουπίδια, λάχανα, κουκιά και λιγότερο το κριθάρι και το σιτάρι. Το καλοκαίρι, οι καλλιέργειες εστιάζονταν στα θερινά εποχιακά είδη (μελιτζάνες, κολοκύθια, ντομάτες).
Η δραστηριότητα των κατοίκων της περιοχής αποτυπώνεται σαφώς στην λειτουργία των σωματείων που έδρασαν στην περιοχή, όπως αυτά των Κηπουρών (1904) και των Κτηνοτρόφων (1918). Δημιουργήθηκαν, επίσης, οι Συνεταιρισμοί Αγίου Ιωάννη Ρέντη και Αγίας Άννης (1927-1928), καθώς κι η Ένωση Αγελαδοτρόφων (1948).
Στο Μεσοπόλεμο η λίπανση των χωραφιών γινόταν απ’ την κοπριά των αλόγων των στρατιωτικών εγκαταστάσεων της Αθήνας και των αγελάδων από τα γύρω βουστάσια, όπως και από τις χωματερές του Δήμου Αθηναίων στο Περιστέρι, ενώ αργότερα ξεκίνησε η χρήση των χημικών λιπασμάτων.
Οι λαχανόκηποι του Ρέντη ήταν η κύρια τροφοδοτική πηγή της λαχαναγοράς του Πειραιά, των Αθηνών και του Ταύρου. Ας μην λησμονούμε πως η κυκλοφορία των λαχανικών στις γειτονιές της Αθήνας και στους προσφυγικούς συνοικισμούς ήταν μια γραφική καθημερινή εικόνα και αποτελούσε συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής. Για το λόγο αυτό η λαϊκή μούσα -ειδικά το ρεμπέτικο- εξύμνησε δεόντως τους πλανόδιους μανάβηδες, τους εργαζόμενους στη λαχαναγορά, τους λεγόμενους “λαχαναγορίτες” (δες: το μαναβάκι της Δέσποινας Αρμπατζόγλου και του Παναγιώτη Τούντα, καθώς και Τα παιδιά της αγοράς του Στέλιου Χρυσίνη ή το ομότιτλο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη).[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 60-63.
Το προσφυγικό στοιχείο στην περιοχή του Ρέντη
Πολλές απ’ τις όμορες προς τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη περιοχές, όπως το Κερατσίνι, η Κοκκινιά, ο Κορυδαλλός, ο Ταύρος, το Περιστέρι δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός -μετά τον εποικισμό τους από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας- ή δέχτηκαν μεγάλο αριθμό προσφύγων. Ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη δεν αποτελεί εξαίρεση, με τη διαφορά ότι στα εδάφη του ο εποικισμός έλαβε μικρότερη έκταση, λόγω της υψηλής παραγωγικότητας, η οποία περιόριζε την απαλλοτρίωση για τη δημιουργία κατοικιών. Ως εκ τούτου, στο Ρέντη δεν συναντάμε το φαινόμενο της εγκατάστασης μεγάλων μονάδων προσφυγικού πληθυσμού σε παράγκες ή παραπήγματα, όπως συνέβη σε πλήθος γειτονικές περιοχές (Κοκκινιά, Ταύρο κ.ά.), αλλά μιαν ελεγχόμενη αριθμητικά εγκατάσταση των προσφύγων, που καταλήγει στη δημιουργία τριών προσφυγικών συνοικισμών: στην πλατεία του Αγίου Ιωάννη, του Σταματάκη και του Απόλλωνα. Ενώ πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, στα 1920, ο πληθυσμός του Ρέντη ήταν 1.457 κάτοικοι, το 1928 σχεδόν διπλασιάστηκε -αγγίζοντας τον αριθμό των 3.289 κατοίκων- με την εγκατάσταση των προσφύγων απ’ τη Μικρά Ασία και τη Ρουμανία, οι οποίοι εργάστηκαν στο κηροπλαστείο Απόλλων στην οδό Πειραιώς.
Μεταξύ του 1934 και του 1939 κτίσθηκαν από το Υπουργείο Πρόνοιας 4 μεγάλες και 3 μικρότερες διώροφες πολυκατοικίες, που καταλάμβαναν ένα οικοδομικό τετράγωνο και συγκροτούσαν μια προσφυγική μονάδα, η οποία εντοπίζεται δίπλα στο ναό του Αγίου Ιωάννη στην κεντρική πλατεία. Η αρχιτεκτονική τους, όπως και των υπόλοιπων πολυώροφων προσφυγικών συγκροτημάτων, επηρεάζεται από το Μοντέρνο Κίνημα του Μεσοπολέμου, του οποίου κύρια χαρακτηριστικά είναι: η αφαίρεση ως σχεδιαστική τάση, η οικονομία των μέσων, η απουσία διακόσμου. Οι διώροφες πολυκατοικίες του συγκροτήματος είναι πέτρινα επιμήκη κτίσματα με δώμα. Εξωτερικά κλιμακοστάσια στεγασμένα με κεραμίδια, οδηγούν στον εξώστη του ορόφου, απ’ τον οποίο γίνεται η είσοδος στα διαμερίσματα (33μ2 – 39μ2) και στο δώμα, όπου υπήρχαν τα κοινά πλυσταριά. Γεγονός είναι, πως οι ένοικοι του ισογείου οικειοποιήθηκαν τις αυλές, ενώ οι ένοικοι των διαμερισμάτων επεκτάθηκαν στο δώμα, προβαίνοντας σε μεταγενέστερες προσθήκες, οι οποίες αλλοίωσαν την πρωταρχική μορφή των πολυκατοικιών αυτών.
Μια δεύτερη εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό του Απόλλωνα, που συστήθηκε το 1932, όπου οι πρόσφυγες έχτισαν οι ίδιοι τα μικρά καταλύματά τους, σε οικόπεδα που τους παραχωρήθηκαν απ’ το κράτος. Ο αυτοτελής συνοικισμός του Απόλλωνα, ο οποίος πήρε τ’ όνομά του από το αρχαίο άγαλμα του Απόλλωνα που βρέθηκε στα εδάφη του, φιλοξένησε στα 12 οικοδομικά του τετράγωνα (πέντε μεγάλα και επτά μικρότερα) πλήθος προσφύγων. Ο συνοικισμός, ο οποίος διέθετε μικρές κατοικίες (17μ2), οι οποίες μπορούσαν να φιλοξενήσουν μέχρι δυο άτομα, απόκτησε σύντομα δική του ζωή και σχετική αυτοτέλεια. Λόγω του ιδιαίτερα περιορισμένου χώρου του εσωτερικού των σπιτιών, οι κάτοικοι -με το πέρας του χρόνου- επεκτάθηκαν με προσθήκες και στον αύλειο χώρο των κατοικιών, προκειμένου να εξυπηρετήσουν χωροταξικά τις καθημερινές τους ανάγκες.
Μια τρίτη εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε στο κτήμα Σταματάκη, το οποίο απαλλοτριώθηκε και μοιράστηκε σε δυο επιμήκη οικοδομικά τετράγωνα, που έκαστο χωρίστηκε σε 28 οικόπεδα για να δημιουργηθούν σ’ αυτά ισάριθμα κτίσματα διπλών οικίσκων. Οι κατοικίες του οικισμού αυτού -κατασκευασμένες με τη φροντίδα της πολιτείας- είναι ισόγειες με στέγη από κεραμίδια, ενώ στη μέση χωρίζονται με πέτρινο τοίχο κι είναι διατεταγμένες σε οικοδομικά τετράγωνα σύμφωνα με το σύστημα των πτερύγων. Στις αυλές τους υπάρχουν στέρνες και φοινικόδεντρα, χαρακτηριστικά των αρχοντικών της περιοχής. Το κλίμα ενότητας που διακατείχε εξαρχής τον οικισμό εξασφάλισε αφενός την αυτονομία των κατοίκων του, αφετέρου την ύπαρξη ξεχωριστού κοινοτάρχη (του κ. Βιτατζάκη). Ο μεγάλος αριθμός των κατοίκων του συνοικισμού (500 έναντι του συνόλου των 4.000 Ρεντιωτών) τον καθιστούσε υπολογίσιμη δύναμη με δυνατότητα επιρροής στην πολιτική του τόπου. Στον τρίτο αυτό οικιστικό πόλο του Ρέντη, που πήρε τ’ όνομά του από τον ιδιοκτήτη της γης που απαλλοτριώθηκε για το σκοπό αυτό, διέμειναν πάνω από 56 οικογένειες. Μετά τον Πόλεμο δημιουργήθηκε μια επιπρόσθετη σειρά συγκροτημάτων, είτε για τους πρόσφυγες από διάφορους Οργανισμούς, είτε με την παρέμβαση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας.
Ήδη από το Μεσοπόλεμο ιδρύθηκαν στην περιοχή του Ρέντη οι προσφυγικοί σύλλογοι του “Απόλλωνα” και του “οικισμού Σταματάκη” (1931), του οποίου οι οικιστές προέρχονταν κυρίως απ’ τ’ Αλάτσατα, τ’ Αϊβαλί, τη Μάκρη και τον Πόντο. Η δράση τους ήταν κοινωνικού και πολιτισμικού περιεχομένου κι αποτέλεσε για τους κατοίκους του Ρέντη κίνητρο δημιουργικής ενασχόλησης και πνευματικότητας. Οι σύλλογοι αυτοί, οι οποίοι υπέπεσαν σε αδράνεια την περίοδο της Κατοχής, δραστηριοποιήθηκαν ουσιαστικά μέχρι και το 1958, ενώ ο “Σύλλογος οικισμού Σταματάκη” διαλύθηκε από το καθεστώς το 1967 και συστήθηκε εκ νέου το 1975 ως “Εκπολιτιστικός Σύλλογος Οικιστών Σταματάκη, η Ιωνία”.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 67-68 και Αναλυτή Β., Πολεοδομική εξέλιξη και κοινωνική κατοικία
στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, ό. π., σ. 32-43.
Ο αθλητισμός στο Ρέντη
Ένα ισχυρό κίνημα -που εστιαζόταν κυρίως στο ποδόσφαιρο, το κατεξοχήν λαϊκό άθλημα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60- αναπτύχθηκε από το Μεσοπόλεμο στις εργατικές και προσφυγικές συνοικίες του Ρέντη. Το ποδόσφαιρο των συνοικιών ήταν το σύνηθες άθλημα της γειτονιάς, αφού τα παιδιά ασκούνταν συστηματικά σ’ αυτό, γίνονταν ικανοί παίκτες κι αργότερα επάνδρωναν τις τοπικές ομάδες ή τα πιο χαρισματικά στελέχωναν τις αθηναϊκές. Στην ευρύτερη περιοχή του Ρέντη υπήρξαν πολλές ποδοσφαιρικές ομάδες, που απασχολούσαν τη νεολαία στον ελεύθερο χρόνο της. Οι αθλητικές συναντήσεις λάμβαναν χώρα τ’ απογεύματα της Κυριακής στα υποτυπώδη γήπεδα ή στις αλάνες της γειτονιάς, εκ περιτροπής στην κάθε συνοικία.
Το 1930 ιδρύθηκε ο «Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος Ρεντιακός», Π.Α.Ο. Ρεντιακός, με την πρωτοβουλία των Ρεντιωτών. Έτσι, σχηματίστηκε η ομάδα και το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου, ο οποίος ίδρυσε Λέσχη, εξασφάλισε γήπεδο κι αναδείχθηκε σε μια απ’ τις κυρίαρχες ομάδες της περιοχής.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 75-77.
Η κατοχή
Ο αγροτικός χαρακτήρας της περιοχής κράτησε -αρχικά- έξω από τη δίνη των γεγονότων τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη στη διάρκεια της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, ενώ αντιθέτως στις γειτονικές εργατικές και προσφυγικές συνοικίες ο τόπος δοκιμαζόταν διαρκώς. Στην Κοκκινιά, στον Πειραιά, στην Καλλιθέα, στου Χαροκόπου δίνονταν διαρκώς μάχες των ΕΛΑΣιτών κατά των γερμανοτσολιάδων και των Γερμανών φασιστών, ενώ εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, μπλόκα κι αντίποινα επιχειρούνταν αιφνίδια με σκοπό την αποδυνάμωση -και εάν ήταν δυνατόν τη διάλυση- των αντιστασιακών δυνάμεων.
Η περιοχή του Αγίου Ιωάννη Ρέντη υπαγόταν στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, όπου η Αντίσταση ήταν οργανωμένη κατά τόπο ή κατά εργατικό κλάδο κι αφορούσε κυρίως τις εργατικές συνοικίες και τους βιομηχανικούς χώρους. Η οργάνωση του ΕΑΜ στον Πειραιά περιλάμβανε τέσσερις «Τομείς» (του κέντρου και Ι, ΙΙ, ΙΙΙ). Στον ΙΙΙ τομέα υπάγονταν o Άγ. Ελευθέριος, το Μοσχάτο, το Νέο Φάληρο κι ο Ρέντης, ο οποίος δεν είχε δική του οργάνωση, εκτός από μια συνδικαλιστική οργάνωση εφέδρων οπλιτών/υπαξιωματικών στον Απόλλωνα και μια συνδιάσκεψη εφέδρων που αποτελούσε πηγή στρατολόγησης του ΕΛΑΣ.
Η περιοχή του Ρέντη υπαγόταν στο 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με καπετάνιο τον Νίκανδρο Κεπέση, το οποίο είχε τέσσερα τάγματα που περιλάμβαναν το 1ο Κερατσίνι-Δραπετσώνα, το 2ο Κοκκινιά-Κορυδαλλό, το 3ο Καμίνια-Φάληρο-Μοσχάτο-Ρέντη, το 4ο Κέντρο-Πειραϊκή-Καστέλλα. Λοχαγός στο Ρέντη ήταν ο γιατρός Μιχάλης Παπαϊωάννου.
Γεγονός είναι, πως οι προσφυγικοί συνοικισμοί του Ρέντη (πολυκατοικίες, Απόλλωνα και Σταματάκη), καθώς κι οι εργάτες στις καλλιέργειες των κτηματιών τροφοδοτούσαν την Αντίσταση μ’ έμψυχο δυναμικό καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν πως ο Ρέντης χωριζόταν σε δυο αντικρουόμενες ομάδες, τους μεγαλοκαλλιεργητές απ’ τη μια και τους αγρεργάτες μικροκαλλιεργητές απ’ την άλλη. Οι μεγαλοκτηματίες συμπεριφέρονταν βάναυσα στο φτωχότερο πληθυσμό, έριχναν στις παγωμένες δεξαμενές νερού τα παιδιά που τολμούσαν να κλέψουν ένα λάχανο ή μια ντομάτα και τα έδερναν με βρεγμένες σανίδες, ενώ τα βράδια συγκροτούσαν ομάδες που πυροβολούσαν για εκφοβισμό στα περιβόλια. Απόρροια όλων αυτών ήταν το θλιβερό γεγονός της σφαγής του Αγίου Βλασίου, από την αριστερή πολιτοφυλακή ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών του ΕΛΑΣ), που συνέβη στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, στις 25 Δεκέμβρη. Κατά τον καπετάνιο Νίκανδρο Κεπέση πρόκειται για μια καταδικαστέα ενέργεια , η οποία δεν ήταν μέσα στην πολιτική του ΕΛΑΣ, μιας και ήταν αδύνατον να ελεγχθούν οι κινήσεις όλων των επικεφαλής ελασίτικων ομάδων ή επρόκειτο για μια προβοκατόρικη ενέργεια μες στον ΕΛΑΣ. Τα θύματα, περίπου 40, τα οποία ήταν κυρίως γυναικόπαιδα κι ηλικιωμένοι ρίχτηκαν σε πηγάδι στον Άγιο Βλάσιο. Επέζησε μόνον ο Καρλής. Στις μάχες ενάντια στις δεξιές δυνάμεις -στα περιβόλια του Ρέντη- αριθμούνται, επίσης, αρκετοί τραυματίες και θύματα, μεταξύ των οποίων ο Ρεντιώτης Καρυστινός, ο οποίος σκοτώθηκε με τραγικό τρόπο από οβίδα τανκς.
Πλήθος σημαντικών γεγονότων της Αντίστασης λαμβάνουν χώρα στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Ιωάννη Ρέντη, μεταξύ αυτών καταγράφονται η Μάχη και το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Από τον καπετάνιο Νίκανδρο Κεπέση αναφέρεται πως στις μάχες του Μπλόκου, ο 7ος Λόχος της Κοκκινιάς πήρε μέρος σ’ επιχείρηση ενάντια στους ταγματασφαλίτες που βρίσκονταν στα περιβόλια του Ρέντη. Υπάρχουν, επίσης, ενδεικτικά τραγούδια που αναφέρονται στη σύνδεση της περιοχής με την Αντίσταση, όπως αυτό που έγραψε ο Μιχάλης Γενίτσαρης για τον αντιστασιακό μαχητή Στέλιο Καρδάρα.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 83-88.
Ο πληθυσμός του Ρέντη μεταπολεμικά
Πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή ο Ρέντης αριθμούσε 1457 κατοίκους, το 1928 έφτασε τους 3.289,[1] ενώ το 1940 άγγιξε τους 4.183.[2] Η πρώτη μεταπολεμική απογραφή του 1951 κατέγραψε 5.375 κατοίκους,[3] ενώ σε δέκα χρόνια ο Ρέντης διπλασίασε τον πληθυσμό του, ο οποίος αυξήθηκε στους 11.204 κατοίκους,[4] λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης που ακολούθησε τον εμφύλιο και της έντονης αστικοποίησης των δυτικών εργατικών περιοχών του Λεκανοπεδίου. Η άνοδος συνεχίστηκε με μειωμένους ρυθμούς για να καταλήξει το 1971 στους 17.560 κατοίκους.[5] Το 1981, με την μετατροπή του σε βιομηχανική περιοχή, ο Ρέντης αριθμούσε 16.276 κατοίκους και το 1991 ο πληθυσμός του μειώθηκε στους 14.218. Σύμφωνα με την απογραφή της 18ης Μαρτίου 2001, ο Δήμος Αγίου Ιωάννη Ρέντη προσμετρά 15.047 κατοίκους, ενώ οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού -μετά το 1971- είναι αρνητικοί.[6]
[1] ΕΣΥΕ, απογραφή 1928.
[2] ΕΣΥΕ, απογραφή 1940.
[3] ΕΣΥΕ, απογραφή 1951.
[4] ΕΣΥΕ, απογραφή 1961.
[5] ΕΣΥΕ, απογραφή 1971.
[6] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 96.
Η εκβιομηχάνιση της περιοχής
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 συνεχίζεται ο γεωργικός χαρακτήρας της περιοχής και φαίνεται να διατηρούνται οι χρήσεις γης και τα τοπωνύμια που υπήρχαν στο Μεσοπόλεμο. Εκτός από τα γενικά τοπωνύμια/περιοχές (Αγία Άννα, Αγία Μαρίνα, Σταματάκη) εντοπίζονται κι άλλα πιο μικρά, τα οποία καταγράφονται στους πρώτους μεταπολεμικούς χάρτες (π.χ. Διαμαντόπουλου) κι αναφέρονται σε ιδιοκτήτες της περιοχής. Σημειώνονται, επίσης, κάποιες επαύλεις μικροκαλλιεργητών, ενώ παράλληλα υπάρχουν εκτεταμένα σκάμματα από παλιές αργιλοληψίες, μερικά από τα οποία χρησιμοποιούνται ως χωματερές (στην Π. Ράλλη και στ’ Άσπρα Χώματα), ενώ την περιοχή διασχίζει ο κεντρικός αποχετευτικός αγωγός κι ο αντιπλημμυρικός χάνδακας, που εκβάλλει στον Κηφισό.[1]
Το πρόσωπο του Ρέντη αλλάζει κυρίως μεταπολεμικά, όταν στα εδάφη του δημιουργούνται πλήθος μικρών βιοτεχνιών αποθηκών και συγκροτούνται τέσσερις μικροί συνοικισμοί στην Αγία Άννα: Μώρου, Ξηρουχάκη, Κωτσέλη, Παπαγιαννοπούλου. Τη φυσιογνωμία της περιοχής -σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νικόλαου Ξηρουχάκη- μετέβαλαν η λαχαναγορά (από το 1960 και μετά), το γήπεδο του Ολυμπιακού (από το 1961) και τα μεγάλα εργοστάσια ΦΟΥΛΓΚΟΡ, ΡΟΛ-ΟΜΟ (ΒΙΑΝΥΛ), ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ (από το 1962/1963). Τα παραπάνω οδήγησαν στην πλήρη εξαφάνιση των λαχανόκηπων και την καταστροφή της κτηνοτροφίας περί τα 1970/1975.
Βιομηχανίες εισβάλλουν στην περιοχή του Ρέντη κι απ’ τους γείτονες δήμους, όπου υπάρχει έντονη πίεση, όπως το Μοσχάτο, τον Πειραιά, την Κοκκινιά, το Αιγάλεω (ΕΛΑΪΣ, ΒΙΑΜΥΛ, ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ, το παλιό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος της ΗΕΜ, ΤΡΙΝΑΛ, ΜΙΝΕΡΒΑ, ΧΡΩΠΕΙ, τα ψυγεία ΟΛΥΜΠΟΣ, ΑDELCO κ.ά.). Στην περιοχή Πειραιά-Κοκκινιά υπάρχουν ακόμη οινοποιεία, υφαντουργεία, κεραμοποιεία. Στην οδό Π. Ράλλη συναντάμε, επίσης το ζυθοποιείο ΦΙΞ, τα μπισκότα ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, την αποθήκη υλικών του ΟΤΕ. Oι βιομηχανικοί βιοτεχνικοί κλάδοι που απαντώνται στο Ρέντη είναι οι εξής: ελαιουργίας, χημικής βιομηχανίας, κατασκευών, υφαντουργίας, οινοποιίας, πάγου, βυρσοδεψίας, βιομηχανίας τροφίμων.
Το 1960 μες στα όρια του Δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη υπήρχαν διάφορες βιομηχανικές μονάδες, όπως τα ελαστικά ΕΛΒΙΕΛΑ και ΙΝΔΙΑΝΑ, η ΒΙΕΝΕΞ, η σιδηροβιομηχανία Πειραιώς, τα Ψυγεία Πάγου Αττικής και ΚΑΡΕΛΑ, του ΠΕΤΖΕΤΑΚΙ, διάφορα υφαντήρια (π.χ. ΒΑΛΒΗ), αποθήκες (π.χ. ΚΥΔΕΠ), βυρσοδεψεία, κεραμουργεία, μαρμαράδικα, ενώ κυρίαρχο βιομηχανικό στοιχείο ήταν το εργοστάσιο-αμαξοστάσιο των ΣΕΚ και των ΣΠΑΠ. Η βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν άρχισε η εγκατάσταση νέων μεγάλων βιομηχανιών κι η μετεγκατάσταση παλιών μονάδων στις εθνικές οδούς Κορίνθου και Λαμίας, που είχαν προσφάτως κατασκευασθεί, ενώ η περιοχή του Ρουφ παρέμεινε βιομηχανικά ενεργή κι αργότερα, λειτούργησε -κυρίως- με μικροβιομηχανικές μονάδες, αποθήκες και βιοτεχνίες.
Η περιοχή, η οποία διατήρησε τη βιομηχανική της παράδοση, χαρακτηριζόταν απ’ το λειτουργικό ιδίωμα να βρίσκεται πάνω σε αστικούς κι υπεραστικούς οδικούς και σιδηροδρομικούς άξονες, ενώ ταυτοχρόνως εξακολουθούσε να διαθέτει ελεύθερους χώρους. Έτσι, το επίσημο κράτος χωροθετούσε την όποια βιομηχανική λειτουργία στην περιοχή του Ελαιώνα -συγκεκριμένα στην εγγύτερη περιοχή βιομηχανικών μονάδων- στο Μοσχάτο και τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Στο Ρέντη, ο οποίος διέθετε κατάλληλο χώμα, ανάμεσα στα περιβόλια και τα βουστάσια -δίπλα στα οποία λειτουργούν τα βυρσοδεψεία- συναντάμε, επίσης, κεραμουργεία παραγωγής τούβλων και κεραμιδιών.[2]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 98.
[2] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 96-99.
Η ανακήρυξη της περιοχής σε Δήμο
Ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη ανακηρύχθηκε σε Δήμο το Σεπτέμβρη του 1946 με το υπ’ αρ. 105 Β. Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. 290, τευχ. Α΄, ΦΕΚ. Πρώτος Δήμαρχος υπήρξε ο Μιχάλης Σταυράκης (1946-1949), ο οποίος διορίστηκε από την τότε κυβέρνηση, ενώ κατόπι δήμαρχος διατέλεσε για ένα χρόνο (1949-1950) ο τότε εισαγγελέας Πειραιώς Χρ. Μάλφας. Για την επόμενη τετραετία (1950-1954) δήμαρχος εξελέγη ο Σπύρος Κουβερτάρης, χημικός και βιομήχανος, ιδιοκτήτης της ΒΙΑΜΥΛ, ενώ στις δημοτικές εκλογές του 1954 τον διαδέχτηκε ο Γεώργιος Λιανόπουλος, ο οποίος εκλεγόταν επί σειρά τετραετιών στο δημαρχιακό αξίωμα, το οποίο στη συνέχεια ανέλαβαν οι κ.κ. Παναγιώτης Κρεμμύδας, Ιωάννης Γρύλλης και Γιώργος Ιωακειμίδης.[1]
Ο Γεώργιος Λιανόπουλος -ως δραστήριος νεαρός δήμαρχος- κατασκεύασε υπονόμους, δρόμους, τη γέφυρα Κηφισού, συνέχισε με μια σειρά άλλων έργων κι ολοκλήρωσε τη δημαρχιακή του πορεία σε προχωρημένη ηλικία μοιράζοντας χριστουγεννιάτικα δώρα στα παιδιά του Ρέντη. Η εικοσαετής -αδιάκοπη- παραμονή του στο δημαρχιακό αξίωμα σφράγισε την εποχή της μεταλλαγής του Ρέντη από γεωργική κτηνοτροφική περιοχή σε βιομηχανικό πεδίο. Ο ίδιος υπηρέτησε αυτήν τη μεταλλαγή μέσα στο κλίμα της εποχής, μιας κι οι κατά καιρούς αντίπαλοί του δεν αντιπρότειναν μια διαφορετική αναπτυξιακή κατεύθυνση για την πόλη. Οι αντιδράσεις για την εκβιομηχάνιση της περιοχής άρχισαν πολύ αργότερα, όταν ήταν πλέον εμφανείς οι συνέπειες μιας τέτοιου είδους ανάπτυξης, αλλά τότε ήταν πλέον αργά.
Προτεραιότητα δόθηκε στην οδοποιία, την ύδρευση και τον ηλεκτροφωτισμό του Ρέντη. Επί Δημαρχίας του προγραμματίστηκαν κι εκτελέστηκαν: η κατασκευή τεσσάρων νέων δωματίων στο Δημαρχιακό Κατάστημα για την αποσυμφόρηση των υπηρεσιών του Δήμου, η κατασκευή υποστέγου για την τοποθέτηση υλικού και τη στέγαση αυτοκινήτων, η διεύρυνση κι η ασφαλτόστρωση της οδού Αγίου Ιωάννη Ρέντη. Επίσης, δρομολογήθηκε η αποχέτευση των ομβρίων υδάτων από τις οδούς Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Φαλήρου και το συνοικισμό Σταματάκη. Αναγγέλθηκε η έναρξη λειτουργίας του γραφείου των Τ.Τ.Τ. Αγίου Ιωάννη Ρέντη και συντάχθηκαν μελέτες για: α) τη ρύθμιση της ύδρευσης στην περιοχή, β) την επέκταση του σχεδίου ρυμοτομίας, γ) την κατασκευή της κατεστραμμένης γέφυρας του Κηφισού. Κατασκευές υπονόμων, ασφαλτοστρώσεις δρόμων, ηλεκτροφωτιστικές εγκαταστάσεις, δενδροφυτεύσεις, κατασκευές οδών κι αποχετευτικών αγωγών ήταν κάποια από τα έργα, τα οποία προγραμματίστηκαν και πραγματοποιήθηκαν σταδιακά.[2]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 100.
[2] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 104-108.
Η διασφάλιση του γεωργικού χαρακτήρα
Το Υπουργείο Δημοσίων Έργων προσπάθησε το 1956, με πρωτοβουλία του τότε Διευθυντή της Υπηρεσίας Οικισμού Προκόπη Βασιλειάδη, να ελέγξει την επικείμενη οικοδομική έκρηξη, καθώς υπήρξε τάση να επεκταθεί το φαινόμενο της Αθηναϊκής πολυκατοικίας σ’ ολόκληρο το Λεκανοπέδιο. Προς αποφυγή του οικοδομικού επεκτατισμού, το Υπουργείο εξέδωσε σχετικό διάταγμα («περί καθορισμού περιμετρικών γραμμών των σχεδίων ρυμοτομίας εις το Λεκανοπέδιον Αθηνών», ΦΕΚ 161Α/19, Ιουλ.1956») σύμφωνα με το οποίο καθορίζονταν τα όρια της μελλοντικής επέκτασης του Σχεδίου Πόλεως.
Με βάση το συγκεκριμένο διάταγμα υπήρχαν περιοχές στο Λεκανοπέδιο που ήταν εκτός σχεδίου, άλλες στις οποίες θα επιτρεπόταν η μελλοντική επέκταση του σχεδίου και κάποιες που δεν θα τους επιτρεπόταν η επέκταση του σχεδίου μήτε στο μέλλον. Σ’ αυτήν την τελευταία κατηγορία υπαγόταν ο Ρέντης. Θα παρέμενε, δηλαδή, εκτός σχεδίου εσαεί, εκτός από το ήδη ισχύον Σχέδιο Πόλεως του 1935. Δυνητικά θα μπορούσαν στο μέλλον να ενταχθούν στο Σχέδιο Πόλεως μόνον τα οικόπεδα που είχαν πρόσωπο επί των οδών Π. Ράλλη ή Θηβών, καθώς επίσης και μερικές περιοχές στον Κηφισό ή στο Αμαξοστάσιο των ΣΕΚ. Με τον τρόπο αυτό παρέμενε και διασφαλιζόταν ο γεωργικός χαρακτήρας της περιοχής, ο οποίος βρισκόταν ακόμη σε εξαιρετική άνθηση.
Το Διάταγμα αυτό ακυρώθηκε με την πρώτη προσφυγή κάποιων ιδιοκτητών ή καταπατητών γης, αν και είχε περάσει από το νομοτεχνικό έλεγχο του Συμβουλίου Επικρατείας, αποδεικνύοντας -για μιαν ακόμη φορά- πόσο ισχυρά είναι τα συμφέροντα των εκάστοτε κερδοσκόπων.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 114.
Η μεταφορά της κεντρικής λαχαναγοράς Αθηνών
Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1950 διεξαγόταν η συζήτηση για την ίδρυση σύγχρονης κι ενιαίας Λαχαναγοράς για την Αθήνα, μιας κι η παλιά λαχαναγορά Αθηνών καθώς κι εκείνη του Πειραιά -που λειτουργούσαν απ’ το Μεσοπόλεμο- δεν επαρκούσαν πλέον, αφού δεν μπορούσαν ν’ ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του Λεκανοπεδίου. Η νέα λαχαναγορά ήταν σκόπιμο: α) να δημιουργηθεί σε σημείο άμεσα προσπελάσιμο απ’ τις νέες πηγές των κηπευτικών προϊόντων: την Κορινθία, τη Βοιωτία, την Πελοπόννησο και την Κεντρική Ελλάδα, β) να βρίσκεται στην τομή των εθνικών οδών Λαμίας και Κορίνθου, οι οποίες είχαν προσφάτως κατασκευασθεί γ) να ήταν ο επιλεγμένος τόπος -τουλάχιστον ως ένα βαθμό- παραγωγός περιοχή. Ενδεικτική περίπτωση, που συνδύαζε τις παραπάνω παραμέτρους ήταν ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Εκεί σχεδιαζόταν να κατασκευασθούν 800 μαγαζιά και ψυγεία σε χώρους 60 στρεμμάτων, υποκαταστήματα τραπεζών κι ότι άλλο θα μπορούσε ν’ αναζωογονήσει την οικονομία της περιοχής. Το έργο αναμενόταν ν’ αναδείξει την περιοχή του Δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη και του Πειραιά σε κέντρο εμπορικής συναλλαγής ολόκληρης της πρωτεύουσας. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στα μέσα Οκτωβρίου 1959, με την παρουσία του Προέδρου της Κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή και πλήθους πολιτικών προσώπων.
To 1962, λίγα χρόνια αργότερα, ζητήθηκε από τον Υπουργό Γεωργίας -μέσα απ’ τις σελίδες του Δελτίου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου, να εξευρεθούν μια ή δυο θέσεις -μες στην πολυάριθμη διοίκηση της νέας λαχαναγοράς- για την εκπροσώπηση 30.000 περίπου οργανωμένων λιανοπωλητών οπωρολαχανοπωλών Αθηνών, μιας και το συγκεκριμένο επάγγελμα είχε πληγεί θανάσιμα από τη μεταπολεμική αγορανομική πολιτική. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Λαχανεμπόρων αιτήθηκε, μάλιστα, να μετέχει με εκπρόσωπό της στο Προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο, προκειμένου να ενημερώνεται άμεσα και να εκφέρει άποψη για την οργάνωση της Λαχαναγοράς, γεγονός που επιτεύχθηκε τρία χρόνια αργότερα. Από το υπόμνημα του 1963 μαθαίνουμε ότι οι αρμόδιοι φορείς που ενεπλάκησαν στη λήψη των σχετικών αποφάσεων συνέκλιναν στη δημιουργία ενός Αυτόνομου Οργανισμού Κοινής Ωφέλειας με τη συμμετοχή εκπροσώπων των αρμόδιων υπουργείων, γεωργικών συνεταιρισμών, ελεύθερων παραγωγών και αντιπροσωπεία των εμπόρων χονδρικής και λιανικής πώλησης. Σκοπός ήταν η γενική βελτίωση των συνθηκών διακίνησης των νωπών γεωργικών προϊόντων, η διεύρυνση των χρονικών ορίων συντήρησής τους, η βελτίωση του επιπέδου εμφάνισής τους, η παράλληλη μείωση του κόστους διακίνησης κ.ά..
Το Δεκέμβριο του 1963 εκδίδεται ο υπ’ αρ. 3475 (ΦΕΚ 353/Α/1963) νόμος, σύμφωνα με τον οποίο επιβάλλεται η υποχρεωτική τυποποίηση των νωπών αγροτικών προϊόντων στους τόπους παραγωγής και ιδρύονται τοπικές αγορές, στις οποίες θα γινόταν δημοσίως η διαπραγμάτευση κι η διάθεση των νωπών αγροτικών προϊόντων. Με τον ίδιο νόμο ιδρύονται -στις περιφέρειες της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης- Κεντρικές Αγορές χονδρικής πώλησης, οι οποίες ευθύνονταν και μεριμνούσαν για την προώθηση των συγκεκριμένων προϊόντων και την αξιοποίηση των αδιάθετων ποσοτήτων τους.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 114-116.
Υπηρεσίες υγείας-παιδείας και κοινωνική ζωή στο Ρέντη
Με τη φροντίδα της δημοτικής αρχής -επί Γεωργίου Λιανόπουλου- εργαζόταν μια φορά την εβδομάδα στα γραφεία του Δήμου, για την έκδοση βεβαιώσεων απορίας, κλιμάκιο της υπηρεσίας του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Πειραιώς. Αναδιοργανώθηκε, επίσης, η λειτουργία του δημοτικού ιατρείου κι εγκρίθηκε η σύσταση νέου δημοτικού ιατρείου στον συνοικισμό Απόλλωνα.
Το 1922 λειτουργούσε ήδη στο Ρέντη ένα μονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο, χωριστά αρρένων-θηλέων, με δάσκαλο για τ’ αγόρια τον Σεραφείμ Γεωργίου και δασκάλα για τα κορίτσια την Πηνελόπη Καμπάνη. Την εποχή εκείνη οι δάσκαλοι άλλαζαν αναλόγως με την υφιστάμενη πολιτική κατάσταση (βενιζελικοί-βασιλικοί). Λέγεται, μάλιστα, ότι οι περιβολάρηδες του Ρέντη δεν έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο, γιατί ο δάσκαλος ήταν δημοκρατικός, ενώ οι ίδιοι ήσαν βασιλικοί. Χαρακτηρισμοί υπήρξαν και για τους επόμενους που διαδέχτηκαν τους πρώτους δασκάλους (π.χ. η βενιζελικιά κ. Φωφώ).
Το 1928 το σχολείο, όντας μεικτό, μετακόμισε από τα “Κελιά” και στεγάστηκε σε πλινθόκτιστο κτίριο, το οποίο διασώζεται μέχρι σήμερα. Μετά τον πόλεμο λειτουργούσε στο Δήμο ένα εξατάξιο Δημοτικό, το οποίο είχε ανεγερθεί με δαπάνες της Κοινότητας κι έρανο των κατοίκων, καθώς και το ιδιωτικό σχολείο της Δ. Πιτσάκη. Μετά την εγκατάσταση οικογενειών στις εργατικές πολυκατοικίες, που κατασκευάστηκαν από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, το σχολείο δεν κρινόταν επαρκές για τους 450 μαθητές του κι η ανάγκη αποσυμφόρησης πρόβαλε επιτακτική. Συστήθηκε, έτσι, στο Δήμο ειδική επιτροπή για την ανέγερση σχολείου, ενώ παράλληλα εξετάστηκε η διενέργεια εράνου για την αγορά κατάλληλου οικοπέδου. Στον τοπικό Τύπο προβαλλόταν ταυτοχρόνως το αίτημα για την ίδρυση Γεωργικού Σχολείου, λόγω του έντονα γεωργικού χαρακτήρα της περιοχής. Για να φοιτήσουν τα παιδιά στο Γυμνάσιο πήγαιναν στο σχολείο του Μοσχάτου, οδοιπορώντας μες στις λάσπες ανάμεσα στους λαχανόκηπους και στα βουστάσια. Σημειώνουμε, επίσης, ότι την εποχή εκείνη στην κεντρική πλατεία του Ρέντη κατασκευάσθηκε για τα παιδιά μια πισίνα, η οποία λειτούργησε γι’ αρκετό καιρό.
Ο εορτασμός του ναού του Αγίου Ιωάννη Ρέντη, ο οποίος αποκαλείται θαυματουργός, θεωρείτο η κορυφαία θρησκευτική και κοινωνική εκδήλωση της περιοχής. Πολλά θαύματα αποδίδονταν στον Άγιο, ο οποίος απάλλασσε τους πιστούς από τα ρίγη, εξ ου κι η επωνυμία “Ριγαλάς”. Στον εορτασμό του συνέρρεε πλήθος κόσμου κι επισήμων. Αναφέρεται ότι το 1958 μετείχαν της γιορτής 50.000 προσκυνητές. Πανηγύρια γίνονταν και για τ’ άλλα ονομαστά ξωκλήσια της περιοχής (Αγία Άννα, Αγία Μαρίνα, Αγία Τριάδα).
Η ανάγκη διασκέδασης των κατοίκων του Ρέντη εκτονωνόταν στα λαϊκά κέντρα των εργατικών προσφυγικών λαϊκών περιοχών (Κοκκινιά, Μοσχάτο, Τζιτζιφιές, Ταύρος), καθώς οι Ρεντιώτες επισκέπτονταν τα “μαγαζιά” των ρεμπέτικων κομπανιών που ξεφύτρωναν στη Μικρασιατική προσφυγιά αυτών των συνοικιών. Πέρα από τη “Φαληριώτισσα” του Παπαϊωάννου στο Φάληρο και το “Μπαρ του Μάρκου” (Μάρκου Βαμβακάρη) στ’ Άσπρα Χώματα, υπήρχαν στην παραλία πλήθος ψαροταβέρνες ή ταβερνάκια στην ενδοχώρα που ήταν τα στέκια εξόδου των κατοίκων του Ρέντη. Κυρίως, όμως, οι Ρεντιώτες αναζητούσαν τη διασκέδαση στα σπίτια με την ευκαιρία των ονομαστικών εορτών ή των μεγάλων θρησκευτικών εορτών (Χριστουγέννων-Πάσχα) κι επιδίωκαν τη συγκέντρωση συγγενών και φίλων ή τη συνάντηση στην ύπαιθρο την Καθαρά Δευτέρα. Στα περιβόλια του Ρέντη τις εορταστικές ημέρες, κάτω απ’ τις κληματαριές και τα δέντρα στ’ αγροτόσπιτα ή τ’ αρχοντικά, ο κόσμος γλεντούσε, ξεκουραζόταν και διασκέδαζε παίρνοντας δύναμη να συνεχίσει την κοπιαστική καθημερινότητα. Η παράδοση θέλει τα τραπέζια αυτά στρωμένα με πάπια και μπάμιες, αγαθά που βρίσκονταν εν αφθονία στην περιοχή.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 117-121.
Η εισβολή των βιομηχανικών εγκαταστάσεων (1967-1974)
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Δήμος Αγίου Ιωάννη Ρέντη έχει την ακόλουθη διάρθρωση: προς το βορρά έχει όριο την Π. Ράλλη, δυτικά τη λεωφόρο Θηβών, νοτιοδυτικά το αμαξοστάσιο των ΣΕΚ, ενώ προς το νότο ένα μικρό μέτωπο φθάνει ως την Πειραιώς, διασχίζει το ποτάμι, περικλείει τη νέα Λαχαναγορά και με διάφορες οδεύσεις διατρέχει δυο παραποτάμους του Κηφισού. Ο Δήμος οριοθετείται στην Αγία Άννα, στην οδό Π. Ράλλη. Η περιοχή διασχίζεται απ’ την κεντρική κοίτη του Κηφισού, τους προαναφερθέντες παραποτάμους και τον αντιπλημμυρικό χάνδακα βορινά.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Ρέντη είναι ο πυρήνας της περιοχής, βόρεια της οποίας βρίσκονται οι προσφυγικές πολυκατοικίες. Ο συνοικισμός Σταματάκη αναπτύσσεται ανατολικά -στην άλλη όχθη του Κηφισού- κάτω απ’ τη νέα Λαχαναγορά. Δυτικά του ναού του Αγίου Ιωάννη εντοπίζεται το αμαξοστάσιο των ΣΕΚ, ενώ βορειοανατολικά συναντάμε την Αγία Άννα με τις εργατικές κατοικίες. Ουσιαστικά φαίνεται πως ο Δήμος -έχοντας στο σύνολό του περιβόλια, αμπέλια κι ελιές- οικοδομείται από έξω προς τα μέσα, καθώς ταχύτατα προχωρά η οικοδόμηση στις αναπτυσσόμενες γύρω περιοχές (Μοσχάτου, Κοκκινιάς, Ταύρου, Αιγάλεω, Πειραιά). Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, η ευρύτερη Δημοτική περιοχή χαρακτηρίζεται από κήπους και τμήματα του Ελαιώνα, ενώ οικοδομικοί πυρήνες βρίσκονται στα όρια με την Κοκκινιά και το Μοσχάτο, μ’ επίκεντρο πάντα την περιοχή γύρω από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Οι βορινές δημοτικές περιοχές χαρακτηρίζονται στο χάρτη ως “ασχημάτιστος ρυμοτομία”.
Η εγκατάσταση των βιομηχανιών που συγκεντρώνονται στο τμήμα μεταξύ Λαχαναγοράς κι αμαξοστασίου ΣΕΚ πραγματοποιείται αναλόγως, ως συνέχεια των βιομηχανιών της οδού Πειραιώς απ’ τη μια και της Κοκκινιάς απ’ την άλλη. Συναντάμε, επίσης, εγκαταστάσεις αποθηκών, βιοτεχνιών, χώρων στάθμευσης ή βιομηχανικών απορριμμάτων, καθώς κι άλλες ανάλογες λειτουργίες στον Ελαιώνα, στο τμήμα του απ’ την Ιερά Οδό ως το Μοσχάτο.
Η τελική φάση της μετατροπής του Αγίου Ιωάννη Ρέντη από γεωργικό καλλιεργητικό χώρο, εξαιτίας κυρίως του Ελαιώνα, σε περιοχή βιομηχανικών εξυπηρετήσεων (βιομηχανιών, αποθηκών, στάθμευσης φορτηγών κ.ά.) έλαβε χώρα στη διάρκεια της δικτατορίας, με βάση τις αποφάσεις που επιβλήθηκαν στην περιοχή από τις τότε κυβερνήσεις. Ο Ελαιώνας κι οι φυσικές ιδιότητές του έδωσαν έναυσμα για τους δεσμούς που αναπτύχθηκαν μεταξύ της βιομηχανικής δραστηριότητας και του χώρου. Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν: α) η κομβική θέση, λόγω της γειτνίασης αφενός με το λιμάνι του Πειραιά -τη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά της Αθήνας- κι αφετέρου τις περιοχές με το διαθέσιμο εργατικό προσωπικό, β) η πληθωρική οικοδομική δραστηριότητα του Λεκανοπεδίου, γ) οι ιδανικές φυσικές ιδιότητες για τους βιομηχανικούς κλάδους (κεραμοποιεία, σαπωνοποιεία, βυρσοδεψεία) εξαιτίας των άφθονων υπογείων υδάτων, του χαμηλού υψομέτρου, της ευνοϊκής τοπογραφίας (ομαλό έδαφος, πεδινή θέση).
Επιπροσθέτως, πλεονεκτήματα συνιστούσαν: α) η διάθεση μεγάλων εκτάσεων με χαμηλές τιμές γης για την κάλυψη των αναγκών εκτατικής ανάπτυξης των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, β) η κυκλοφοριακή υποδομή στην περίμετρο του Ελαιώνα, μέσω οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, γ) η κομβική κυκλοφοριακή θέση. Τα παραπάνω εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η περιοχή του Ελαιώνα, ιδιαιτέρως ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη, επωμίστηκε και πλήρωσε ακριβά το τίμημα της βιομηχανικής οικονομικής ανάπτυξης του κλεινού άστεως χάνοντας την αγροτική φυσιογνωμία και το φυσικό περιβαλλοντικό χαρακτήρα του.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 127-128.
Η εκδίωξη του πρωτογενούς τομέα παραγωγής
Το 1975 δόθηκε το οριστικό χτύπημα στον πρωτογενή τομέα της περιοχής, αλλά και ευρύτερα του Λεκανοπεδίου. Με υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 1300 Β/10.11.1975, Αρ. Γ1/5605) απαγορεύτηκε η εκτροφή ζώων και πουλερικών σ’ ολόκληρο το Λεκανοπέδιο. Η διάταξη αφορούσε και τα οικιστικά ζώα. Με τη διάταξη αυτή, η οποία προφανώς εκδόθηκε στα πλαίσια της πολιτικής πριμοδότησης και κερδοσκοπίας, εξοστρακίστηκαν απ’ την περιοχή όχι μόνον τα βουστάσια -τα οποία εξαγοράστηκαν σε εξευτελιστικές τιμές- αλλά και τα ποιμνιοστάσια, καθώς και κάθε είδους οικόσιτα ζώα (τα τυπικά κοτέτσια των σπιτιών, η κατσίκα και το πρόβατο που εκτρέφονταν στις αυλές και στους κήπους).
Η λανθασμένη αυτή γενίκευση -η απομάκρυνση των οικόσιτων ζώων- κατάστρεψε κάθε είδους ανθρωπιά στο Λεκανοπέδιο, αφού το μετέτρεψε οριστικά κι αμετάκλητα σε μια θάλασσα ασφάλτου και μπετόν, προς όφελος μόνον των κατασκευαστών, των επιχειρηματιών και των κάθε λογής κερδοσκόπων. Το πρόσχημα της “δημόσιας υγείας” άνοιξε το δρόμο στον οικιστικό επεκτατισμό, στις πολυκατοικίες, στην μετατροπή των αγροτικών κτηνοτροφικών χώρων σε αμιγώς βιομηχανικούς (βιομηχανικές χωματερές κι εγκαταστάσεις, αποθήκες, πρακτορεία μεταφορών, κ.ά.).
Το 1985, μια δεκαετία μετά, όταν συντάσσεται το ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας, βάσει του οποίου ο Ελαιώνας χαρακτηρίζεται ως «Βιομηχανικό-Βιοτεχνικό Πάρκο», γίνεται μια μελέτη ανασυγκρότησης της περιοχής με τις βασικές βιομηχανίες. Κατόπι, σύμφωνα με το ΦΕΚ 74Δ/’91, τα βιομηχανικά πάρκα του 1985 αντικαθίσταται από ζώνες μεικτών χρήσεων γης και καταργούνται οι βιομηχανικές βιοτεχνικές ζώνες, ενώ ταυτοχρόνως προτείνεται η εντατική εκμετάλλευση της γης με τη χρήση υψηλού Συντελεστή Δόμησης. Το πράσινο περιορίζεται μόνον στο 15% της συνολικής έκτασης. Η ακύρωση του Νόμου επιτεύχθηκε μετά την έντονη διαμαρτυρία των κατοίκων και των ενδιαφερόμενων όμορων Δήμων.[1]
[1] Καπετανάκης Γ. κ.ά, Άγιος Ιωάννης Ρέντη. Η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη,
ό. π., σ. 130 και Αναλυτή Β., Πολεοδομική εξέλιξη και κοινωνική κατοικία
στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, ό. π., σ. 79-80.
Από το χθές στο σήμερα
Η ιστορική διαδρομή που ακολούθησε ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη ξεκινά απ’ την αρχαιότητα και φτάνει στις μέρες μας. Με τη συγχώνευση των Δήμων συναντάμε το Δήμο Αγίου Ιωάννη Ρέντη ενοποιημένο με το Δήμο Νίκαιας υπό την κοινή ονομασία Δήμος Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη.
Στο παρελθόν αλλά και στην περίοδο του Μεσοπολέμου ο Ρέντης ήταν η γεωργική και κτηνοτροφική ενδοχώρα της Αθήνας, η οποία ακριβώς επειδή βρισκόταν πολύ κοντά στο άστυ, δεν επέτρεψε τη δημιουργία οικιστικών πυρήνων, όπως το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, η Κηφισιά. Οι Αθηναίοι κτηματίες καθώς κι οι εργαζόμενοι στην περιοχή διέμεναν στην ευρύτερη περιφέρεια της Αθήνας, ενώ στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη καλλιεργούσαν τ’ αμπέλια και τις ελιές που είχαν στην ιδιοκτησία ή την εποπτεία τους. Όταν το 19ο αι. ο Ρέντης στράφηκε αποφασιστικά στη λαχανοκαλλιέργεια εποικίστηκε με ταχύτατο ρυθμό από νησιώτες. Περί το 1926 και μέχρι τη δεκαετία του ’60 λειτούργησε ως η περιοχή που φιλοξενούσε τους λαχανόκηπους και τα βουστάσια της Αθήνας. Στη συνέχεια -με πρωτοβουλία του κράτους ή των ιδιωτών- όλες οι ενοχλητικές δράσεις τοποθετήθηκαν στο Δυτικό Λεκανοπέδιο, κυρίως στην περιοχή του Ρέντη. Βιομηχανικές εγκαταστάσεις, λαχαναγορές, σφαγεία, χαβούζες, υπερτοπικοί οδικοί άξονες, σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, καθώς κι εγκαταστάσεις μεταφορών φορτηγών και λεωφορείων, συνεργεία, αποθήκες και κάθε άλλου είδους παρόμοιες λειτουργίες και χρήσεις κατέλαβαν την περιοχή, η οποία αντί να διαφυλαχθεί -ως παραγωγικός χώρος κι αναπνευστικός πνεύμονας των Αθηνών- εξαναγκάστηκε προς το μονόδρομο της οικοδομικής και βιομηχανικής εκμετάλλευσης. Η χαριστική βολή δόθηκε στο Ρέντη -το 1975- με την απόφαση για τη μεταφορά των βουστασίων εκτός Λεκανοπεδίου Αττικής.
Είναι γεγονός ότι ο πρωτογενής τομέας παραγωγής, η γεωργία κι η κτηνοτροφία, αποτελεί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο συστατικό στοιχείο του αστικού χώρου των μεγαλουπόλεων, τόσο για περιβαλλοντικούς όσο και για οικονομικούς λόγους. Οι ευεργετικές συνέπειες της ύπαρξης του φυσικού περιβάλλοντος μες στο ασφυκτικό αστικό περιβάλλον έχει σαφώς ευεργετικές συνέπειες για τη ζωή των ανθρώπων που κατοικούν στις πόλεις. Η Αθήνα στερείται πλέον αυτής της χάρης, ενώ η καταστροφή της έχει γίνει συνείδηση των κατοίκων του Λεκανοπεδίου. Παρόλα αυτά, τα κατά καιρούς σχέδια για την ανάπλαση του Ελαιώνα βραδυπορούν, ενώ η εγκατάσταση περισσότερων αποθηκών και βιομηχανιών εμποδίζει την προοπτική ενός τέτοιου σωτήριου κι ανακουφιστικού ενδεχομένου. Καταστρέφεται, έτσι, ανεπιστρεπτί η δυνατότητα εξυγίανσης του χώρου, ο οποίος από ζωογόνος άξονας πρασίνου μετατράπηκε σταδιακά σε πεδίο θορύβου, κυκλοφοριακών κινδύνων και καυσαερίου.
Ο Ελαιώνας και το υδάτινο σύστημα του Ιλισού και του Κηφισού, μαζί με την παραλία του Φαλήρου, αποτελούν τις αναπνευστικές πηγές ολόκληρου του Λεκανοπεδίου, ιδιαιτέρως του πιο επιβαρυμένου τμήματός του, του δυτικού. Αυτό φαίνεται να είναι συνείδηση των πολιτών, καθώς και των δημοτικών αρχών που αγωνίστηκαν ή αγωνίζονται με τις όποιες δυνάμεις τους για την προάσπιση του περιβάλλοντος, κινούμενες προς μιαν αναπτυξιακή κατεύθυνση που δεν υποτιμά τη ζωή και δεν υπερτιμά το κέρδος. Εξάλλου, η βιοτική εξασφάλιση στο Λεκανοπέδιο είναι χρέος και ζητούμενο όλων μας και δεν αφορά μόνον την επιβίωση, αλλά και το ευ ζην ως αυτοσκοπό του ανθρώπου, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.